«Υπήρξε εποχή κατά την οποία στην Ελλάδα έτρεχαν πάνω-κάτω οι υπουργοί να εγκαινιάζουν βιομηχανικές μονάδες, να θέτουν σε κίνηση μεγάλες ενεργειακές εγκαταστάσεις, να κόβουν αράδα κορδέλες και να σπάνε μπουκάλια με αφρώδη ελληνικό οίνο, “βαφτίζοντας” ελληνικά καράβια που καθελκύονταν σε ελληνικά ναυπηγεία»
«Υπήρξε εποχή κατά την οποία στην Ελλάδα έτρεχαν πάνω-κάτω οι υπουργοί να εγκαινιάζουν βιομηχανικές μονάδες, να θέτουν σε κίνηση μεγάλες ενεργειακές εγκαταστάσεις, να κόβουν αράδα κορδέλες και να σπάνε μπουκάλια με αφρώδη ελληνικό οίνο, “βαφτίζοντας” ελληνικά καράβια που καθελκύονταν σε ελληνικά ναυπηγεία». 

Έτη φωτός μοιάζει να χωρίζουν την Ελλάδα του 2014 με αυτή των δεκαετιών 1960-70, τότε που οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της χώρας άντεχαν συγκρίσεις ακόμα και με αυτούς της Ιαπωνίας. Περισσότερο όμως από πολύτιμη γνώση για τη «χρυσή εποχή» της ελληνικής βιομηχανίας, ο τόμος «Κάποτε, η Ελληνική Βιομηχανία», με κείμενα της δημοσιογράφου Κατερίνας Δασκαλάκη από το πρωτοποριακό περιοδικό «Βιομηχανική Επιθεώρηση» που κλείνει φέτος 80 χρόνια κυκλοφορίας, αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων.

Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε τότε η οικονομία δεν διέφεραν ιδιαίτερα από τα σημερινά, ενώ έχουμε κληρονομήσει αυτούσιες πολλές παθογένειες του συστήματος. «Από το ’52 που μπήκα στη βιομηχανία δεν θυμάμαι μια χρονιά που να μην υπήρξε το Δημόσιο το μεγαλύτερο εμπόδιο στις δραστηριότητές μας», είπε προχθές το βράδυ, αποδεχόμενος τιμητική πλακέτα σε εκδήλωση που διοργάνωσε ο Όμιλος Economia -με αφορμή την έκδοση του βιβλίου- στο αμφιθέατρο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, ο κ. Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος, πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ και νυν σύμβουλος διοίκησης του Ομίλου «Τιτάν». Οπως είπε, διαχρονικά το κράτος στην Ελλάδα παρεμβαίνει με απαράδεκτο τρόπο στην οικονομία.

«Τα Μνημόνια προετοιμάζονταν επί χρόνια», υποστήριξε ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος. «Προετοιμάζονταν όταν η σχεδόν πτωχευμένη από το 1973 ελληνική βιομηχανία προσδέθηκε ακόμα περισσότερο στο άρμα του ελληνικού κράτους, το οποίο μερίμνησε για να αποσυνδεθούν οι αμοιβές από την παραγωγικότητα. Προετοιμάζονταν όταν ακόμη και η γεωργία σταδιακά μετατρεπόταν και αυτή σε ένα εξάρτημα του ελληνικού και ευρωπαϊκού Δημοσίου μέσω της ΚΑΠ». Όπως είπε, η πηγή της κρίσης βρίσκεται στην υπερσυσσώρευση παραγωγικών πόρων σε προστατευμένους κλάδους της οικονομίας που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα. «Να το πω σχηματικά. Μια οικονομία στην οποία το εισόδημά της ανακυκλώνεται μεταξύ καταστημάτων ρουχισμού, καταστημάτων υποδημάτων, καφετέριες και σουβλατζίδικα, δεν μπορεί να ελπίζει σε ανάπτυξη».

Απαισιοδοξία

Την ώρα που η κυβέρνηση διατείνεται ότι εξερχόμαστε από την κρίση, οι παράγοντες της αγοράς ατενίζουν με απαισιοδοξία το μέλλον. «Έγινε μια προσπάθεια να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας, αλλά δυστυχώς έγινε μονόπλευρα, μόνο με τη μείωση του εργασιακού κόστους», είπε ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος. 

Χρησιμοποιώντας παράδειγμα από την επιχείρησή του, την Chipita, είπε ότι «εάν εφαρμόζαμε στο εργοστάσιο της Λαμίας όλες τις δυνατές μειώσεις του εργασιακού κόστους που μας έδινε η νομοθεσία και παράλληλα τις αυξήσεις σε ενέργεια και φόρους που μας επεβλήθησαν, η μείωση του κόστους θα ήταν 2%-4% αναλόγως του προϊόντος». Το αποτέλεσμα δηλαδή των προσπαθειών των τελευταίων χρόνων δεν μπορεί να αλλάξει τις προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας και οικονομίας.

Την ανάγκη «εμβάθυνσης» στις μεταρρυθμίσεις επεσήμανε και ο υπουργός Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας Νίκος Δένδιας που απηύθυνε χαιρετισμό. «Πρέπει να εκμεταλλευτούμε την έξοδο από την κρίση για να αλλάξουμε συνολικά το οικονομικό μας μοντέλο. Οι αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση πρέπει να θεραπευτούν, όχι μόνο τα συμπτώματα».

(από την Εφημερίδα: "Η Καθημερινή")