Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο του 2025 ήταν χαμηλότερο κατά 14,8% από το υψηλότερό του σημείο κατά το β΄ τρίμηνο του 2007, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος σε τρέχουσες τιμές, ωθούμενο και από τις πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, ξεπέρασε την κορυφή του γ’ τριμήνου 2008 κατά 3,5%, όπως σημειώνει η Eurobank στην εβδομαδιαία της ανάλυση «7 Ημέρες Οικονομία» (Τεύχος 556), που εκδόθηκε στις 11 Δεκεμβρίου, με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ)

Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώνεται στο 70% της ΕΕ, από 93% που ήταν το 2008, κάτι που σημαίνει ότι το ποιοτικό χαρακτηριστικό της υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια, ώστε να μειωθεί σε ένα βαθμό το χάσμα αγοραστικής δύναμης ανάμεσα σε Ελλάδα και ΕΕ.

H ανάλυση της τράπεζας σημειώνει, ωστόσο, ότι η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε το γ’ τρίμηνο 2025. Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης, ήτοι η ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), διαμορφώθηκε στο 0,6% σε τριμηνιαία βάση και στο 2,0% σε ετήσια βάση, από 0,4% και 1,6% αντίστοιχα το β’ τρίμηνο 2025. Σύμφωνα με τη Eurobank, η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης καθίσταται αναγκαία έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να ανακτήσει σταδιακά τις απώλειες της πολυετούς κρίσης χρέους σε όρους πραγματικού ΑΕΠ (-27,0% στον πυθμένα της κρίσης το 2013). Εξίσου σημαντικό είναι να ενισχυθεί η ανθεκτικότητά της έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων (βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και αύξηση της εθνικής αποταμίευσης). Συνεπώς, ο στόχος είναι διττός, δηλαδή, πρώτον διατήρηση της ανάπτυξης, και δεύτερον, ενίσχυση της βιωσιμότητας του υποδείγματος μεγέθυνσης της οικονομίας.

Υπό το πρίσμα της δαπάνης, η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 προήλθε κυρίως από τις συνιστώσες των επενδύσεων παγίων, των καθαρών εξαγωγών αγαθών και της ιδιωτικής κατανάλωσης και υπό το πρίσμα της παραγωγής, από τους τομείς των κατασκευών, των δημόσιων υπηρεσιών, της βιομηχανίας και των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων. Τέλος, σε επίπεδο 9μηνου (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2025), το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 2,0%, δηλαδή με έναν ρυθμό ελαφρώς χαμηλότερο από τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕπ), του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Προγραμματισμού 2026-2029 για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2025 (2,1%, 2,1% και 2,2% αντίστοιχα).

Παραγωγικότητα της εργασίας

Βάσει των εποχικά διορθωμένων στοιχείων των εθνικών λογαριασμών, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο, δηλαδή η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους απασχολούμενων ατόμων, σημείωσε αύξηση το γ’ τρίμηνο 2025 κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση και κατά 1,0% σε ετήσια βάση. Την ίδια περίοδο, το πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, δηλαδή η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ωρών εργασίας, ενισχύθηκε κατά 2,2% σε τριμηνιαία βάση και κατά 2,5% σε ετήσια βάση. Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2025, το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο κατέγραψε ετήσια αύξηση κατά 1,2% και το πραγματικό ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας κινήθηκε ανοδικά κατά 3,1%. Δεδομένων των τρεχουσών αρνητικών δημογραφικών τάσεων της Ελλάδας και των περιορισμών σε ό,τι αφορά την περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας και την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας (μεταρρυθμίσεις και παραγωγικές επενδύσεις) καθίσταται επιβεβλημένη έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και τα επόμενα χρόνια. Η Eurobank, μάλιστα, σημειώνει ότι το πραγματικό ΑΕΠ ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2025 ήταν χαμηλότερο από την κορυφή του β’ τριμήνου 2007 κατά 21,7% (κατά 15,0% σε όρους ωρών εργασίας).

Συμπέρασμα: Ανάπτυξη με βάση την ιδιωτική κατανάλωση – Ανάγκη πρωτοβουλιών για συνέχιση των ρυθμών και μετά τη λήξη του ΤΑΑ

Βασικό συμπέρασμα της Eurobank είναι ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να υπεραποδίδει σε όρους ανάπτυξης από την λοιπή Ευρωζώνη, έστω και ηπιότερα σε σχέση με παρελθόντα τρίμηνα. Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι η ανάπτυξη εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, γεγονός που παρεμποδίζει την αύξηση του ποσοστού αποταμίευσης και άρα τη διαθεσιμότητα πόρων για επενδύσεις. Παρά ταύτα, σε αυτό το τρίμηνο αντλούνται συνεισφορές και από τις επενδύσεις, που ωφελούνται από την πρόοδο της υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης (ΤΑΑ). Αν και αυτό επιτρέπει την επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης πέριξ του 2% για το σύνολο του έτους, τονίζει ωστόσο την ανάγκη βελτιστοποίησης της διάθεσης αυτών των πόρων σε χρήσεις που τονώνουν τον σχηματισμό κεφαλαίου, την παραγωγική και τεχνολογική ανασυγκρότηση της χώρας. Επιπλέον, είναι σημαντικό να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που θα επιτρέψουν τη συνέχιση υγιών ρυθμών ανάπτυξης και μετά τη λήξη του ΤΑΑ.

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr