Την πρώτη του μεγάλη έρευνα δημοσίευσε ο νέος Εθνικός Διαχειριστής του Συστήματος Ενέργειας (National Energy System Operator/ NESO)του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο οργανισμός εξέτασε μία σειρά σεναρίων για την πορεία της ενεργειακής μετάβασης στη Βρετανία, αξιολογώντας τα οφέλη και τα κόστη του κάθε δυνητικού σεναρίου. Όπως συμπεραίνει η έρευνα, η έγκαιρη ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης μέχρι το 2050 συνεπάγεται χαμηλότερο κόστος ενέργειας για τη χώρα, καθώς η παραγωγή θα προέρχεται από εγχώριες πηγές, όπως οι ΑΠΕ, αντί για εισαγόμενες, όπως τα ορυκτά καύσιμα. Με βάση το πιο αισιόδοξο σενάριο, το κόστος ενέργειας μπορεί να συρρικνωθεί ως και 50%.
Εντούτοις, ο δρόμος για την υλοποίηση αυτού του σεναρίου δεν θα είναι εύκολος. Παρά τα μακροπρόθεσμα οφέλη, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις, τόσο για την ανάπτυξη των πράσινων μορφών ενέργειας, όσο και την αναβάθμιση του ενεργειακού δικτύου. Με βάση τις πιο ακραίες εκτιμήσεις, το πέρασμα σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο που θα βασίζεται στις ΑΠΕ και σε μία βιομηχανική παραγωγή που θα βασίζεται στο υδρογόνο, το ενεργειακό κόστος για τη Βρετανία μπορεί να φτάσει και τα 350 δισεκατομμύρια λίρες ετησίως, πριν μειωθεί στα 220. Για το 2024, η χώρα είχε πληρώσει 50 δισεκατομμύρια λίρες για την εισαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Για τους υποστηρικτές της πράσινης μετάβασης, η έκθεση αποδεικνύει την ανάγκη των άμεσων επενδύσεων που θα αποσβεστούν στο μέλλον. Για τους επικριτές της, όμως, τα συμπεράσματα του NESO αναδεικνύουν τη σύνεση επιβράδυνσης των προσπαθειών για την ενεργειακή μετάβαση. Τα επιχειρήματά τους στηρίζονται στο αυξημένο κόστος για τα νοικοκυριά, καθώς και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα της βρετανικής οικονομίας. Αντιθέτως, η άλλη πλευρά υποστηρίζει πως η Βρετανία δεν μπορεί να “χάσει το τρένο” των πράσινων τεχνολογιών, μιας και αυτό θα την απέκλειε από έναν κρίσιμο κλάδο για την οικονομική ανάπτυξη των επόμενων δεκαετιών.
Η έρευνα του NESO δεν μελέτησε το κόστος των σεναρίων μετάβασης για τα νοικοκυριά, ένα ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα για τη σημερινή κυβέρνηση των Εργατικών. Τα ενεργειακά τιμολόγια έχουν εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια, πρώτα εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, και έπειτα λόγω των πρόσθετων τελών για την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ο προϋπολογισμός του 2026 προβλέπει μείωση 150 λιρών για τους λογαριασμούς των νοικοκυριών, ωστόσο αυτή η ελάφρυνση προέρχεται από μετακύλιση του κόστους στη φορολογία και κατάργηση προγραμμάτων βελτίωσης της αποδοτικότητας, αντί για ουσιώδεις αλλαγές.