Η Κίνα είχε αφήσει άφωνη τη Σίλικον Βάλεϊ και τους κυρίαρχους του παιχνιδιού της τεχνητής νοημοσύνης, OpenAI και Google, καθώς το μοντέλο της ήταν εφάμιλλο των αμερικανικών κολοσσών, αλλά είχε συντριπτικά χαμηλότερο κόστος. Και για πρώτη φορά οι πάντες έβλεπαν αναλογίες ανάμεσα στο κινεζικό τεχνολογικό άλμα και στον αιφνιδιασμό που προκάλεσαν στους Αμερικανούς οι Σοβιετικοί το 1957, όταν έθεσαν σε τροχιά τον διάσημο σοβιετικό δορυφόρο. Πρωτίστως, όμως, ήταν η πρώτη φορά που οι πάντες έβλεπαν τον ανταγωνισμό της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο ως εφάμιλλο πλέον του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Σοβιετική Ενωση και της κούρσας για την κυριαρχία στο Διάστημα.
Η Κίνα άφησε άφωνη τη Σίλικον Βάλεϊ, καθώς το μοντέλο της DeepSeek ήταν εφάμιλλο των αμερικανικών κολοσσών, αλλά είχε συντριπτικά χαμηλότερο κόστος.
Στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο με διακύβευμα την κυριαρχία στην υψηλή τεχνολογία έχει προσλάβει διαστάσεις Ψυχρού Πολέμου εδώ και κοντά μία δεκαετία. Απόδειξη της κλιμάκωσής του ήταν οι αλλεπάλληλες απαγορεύσεις που επέβαλε ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν, στις εξαγωγές προηγμένων μικροεπεξεργαστών στην Κίνα. Στις ίδιες απαγορεύσεις επιμένει και ο Ντόναλντ Τραμπ, έχοντας θέσει σε αρκετά δύσκολη θέση τον αμερικανικό κολοσσό των μικροεπεξεργαστών, την Nvidia, που έχει χάσει την κινεζική αγορά. Κι αυτό γιατί οι πλέον προηγμένοι μικροεπεξεργαστές της Nvidia χρειάζονται για την ανάπτυξη μοντέλων και εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης, που είναι το νέο πεδίο δραματικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Ζητούμενο των περιορισμών ήταν να μη φτάσει η Κίνα τις ΗΠΑ στην τεχνητή νοημοσύνη, την τεχνολογία που αναμένεται να επιφέρει επανάσταση στην οικονομία, στις βιομηχανίες, στις αγορές εργασίας και στη γεωπολιτική, και όποιος κυριαρχήσει σε αυτήν θεωρείται βέβαιο ότι θα είναι ο κυρίαρχος του κόσμου.

Το ενδιαφέρον της Κίνας για την υψηλή τεχνολογία και την τεχνητή νοημοσύνη είχε αυξηθεί από το 2017, όταν ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ παρουσίασε σχετικό σχέδιο με στόχο να αναδείξει την Κίνα σε κυρίαρχη δύναμη της τεχνητής νοημοσύνης μέχρι το 2030. Οπως αναφέρουν σχολιαστές, το Πεκίνο είχε και κίνητρα για την εγχώρια πολιτική του, καθώς ενδιαφερόταν για τις δυνατότητες παρακολούθησης που θα πρόσφερε η νέα τεχνολογία. Οι αλλεπάλληλοι περιορισμοί είχαν, άλλωστε, εξωθήσει το Πεκίνο να κλιμακώσει τις προσπάθειές του, χαλαρώνοντας τις ρυθμίσεις στον κλάδο, δεσμεύοντας κεφάλαια, εξασφαλίζοντας υπολογιστική ισχύ, ενθαρρύνοντας με κάθε τρόπο τους νέους να ειδικευθούν στην τεχνητή νοημοσύνη και τις κινεζικές εταιρείες να επισπεύσουν τις προσπάθειές τους. Και όπως απέδειξε το μοντέλο της DeepSeek, τα αποτελέσματα ήταν ικανοποιητικά. Η επιτυχία τόνωσε την αυτοπεποίθηση των κινεζικών εταιρειών, που επισπεύδουν πυρετωδώς τις προσπάθειές τους, με την Alibaba να ανακοινώνει επενδύσεις ύψους 53 δισ. δολ. στην τεχνητή νοημοσύνη και τη Huawei, που καθ’ υπαγόρευσιν του Τραμπ αποκλείστηκε από τα περισσότερα δίκτυα του δυτικού κόσμου, να παρουσιάζει δικό της σύστημα μικροεπεξεργαστών τεχνητής νοημοσύνης, που υποστηρίζει πως είναι «το ισχυρότερο στον κόσμο». Απόδειξη της εμπιστοσύνης που έχει πλέον η Κίνα στις δικές της δυνάμεις είναι πως έσπευσε και το Πεκίνο να απαγορεύσει τις εισαγωγές μικροεπεξεργαστών της Nvidia.
Ειδικοί του κλάδου επισημαίνουν ότι τα πρωτεία διατηρούν οι ΗΠΑ, καθώς οι γενναία χρηματοδοτούμενες νεοφυείς τους παράγουν πάντα τα ισχυρότερα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης. Οπως υπογραμμίζουν, άλλωστε, η Κίνα δύσκολα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τους ιδιώτες επενδυτές των ΗΠΑ, που μόνον μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους επένδυσαν σε νεοφυείς τεχνητής νοημοσύνης τουλάχιστον 104 δισ. δολ. και σχεδιάζουν ακόμη πιο ιλιγγιώδη ποσά για το 2026. Εξάλλου, οι πολλές απαγορεύσεις στις εξαγωγές μικροεπεξεργαστών έχουν αρχίσει να δημιουργούν προβλήματα στις κινεζικές εταιρείες και τις τελευταίες ημέρες διέρρευσε πως η πρωτοπόρος DeepSeek αναγκάστηκε να διακόψει μέρος της παραγωγής της εξαιτίας των ελλείψεων. Οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε ένα «μπαράζ» πρωτοβουλιών, στόχων και ανακοινώσεων για την τεχνητή νοημοσύνη. Μπαίνοντας στην αντεπίθεση, η Ουάσιγκτον παρουσίασε τον Ιούλιο το «σχέδιο δράσης για την τεχνητή νοημοσύνη» και δεσμεύεται να διερευνήσει κατά πόσον τα κινεζικά μοντέλα συνδέονται με το Πεκίνο και αν εξυπηρετούν σκοπιμότητές του. Ακολούθησε το σχέδιο τεχνητής νοημοσύνης του Πεκίνου που θέτει ως στόχο να χρησιμοποιείται η τεχνητή νοημοσύνη στο 70% της οικονομίας της Κίνας μέχρι το 2027 και στο 90% μέχρι το 2030.
Iδιώτες επενδυτές των ΗΠΑ μόνον μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους επένδυσαν σε νεοφυείς τεχνητής νοημοσύνης τουλάχιστον 104 δισ. δολ.
Η απόφαση Τραμπ
Υπογραμμίζοντας την απόφασή του να αποκλείσει την Κίνα από την πλέον προηγμένη τεχνολογία AI, ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε προσφάτως αναφερόμενος στους Κινέζους: «Θα τους επιτρέψουμε να διαπραγματευτούν και να συνεργαστούν με την Nvidia, αλλά όχι όσον αφορά τους πιο προηγμένους μικροεπεξεργαστές».
564
δισ. δολ. θα διαθέσει η Κίνα μέχρι το 2030 σε επενδύσεις, μεγάλο μέρος των οποίων προορίζεται σε παραγωγή ενέργειας για κέντρα δεδομένων AI.
Άλμα της Κίνας
Σχολιάζοντας τα τεχνολογικά άλματα της Κίνας, ο CEO της Nvidia Γένσεν Χουάνγκ υπογράμμισε προσφάτως πως «η Κίνα είναι μόλις λίγα νανοδευτερόλεπτα πίσω από την Αμερική όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη», ενώ έχει επανειλημμένως τονίσει πως πρέπει να αρθούν οι περιορισμοί στις εξαγωγές των μικροεπεξεργαστών της.
500
δισ. δολ. θα επενδύσουν η OpenAI και η ιαπωνική τράπεζα SoftBank για την ανέγερση νέων κέντρων δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης.
Το ρίσκο
O διευθύνων σύμβουλος της Lyft Ντέιβιντ Ρίσερ προέβλεψε προ ημερών πως «τα κέντρα δεδομένων και η δημιουργία μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης και όλα όσα συμβαίνουν σήμερα θα έχουν μια μακρά, μακρά ζωή, θα κάνουν πιο εύκολη τη ζωή των ανθρώπων, αλλά βεβαίως από οικονομικής πλευράς υπάρχει ένα ρίσκο τώρα».
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")