Μέσα τους κρύβεται μια «ολόκληρη Νέα Υόρκη» σε μικρογραφία, μια μεταφορά που χρησιμοποιείται συχνά για να αποδώσει την πολύπλοκη και δυσνόητη λειτουργία τους.
Δισεκατομμύρια τρανζίστορ συνδέονται μέσω ηλεκτρικών κυκλωμάτων, σχηματίζοντας δίκτυα που λειτουργούν σαν ασταμάτητη πόλη. Κάθε «γειτονιά» έχει τον δικό της ρόλο, η ενέργεια και η πληροφορία κινούνται συνεχώς, τροφοδοτώντας τη ζωή της ψηφιακής εποχής.
Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ διαθέτουν την τεχνογνωσία για την κατασκευή προηγμένων τσιπ, ενώ η Κίνα ελέγχει μεγάλο μέρος της παραγωγής των σπάνιων γαιών που απαιτούνται για τις συσκευές και τα υποσυστήματα όπου αυτά τα τσιπ λειτουργούν. Παρ’ όλα αυτά, το βασικό υλικό των ημιαγωγών παραμένει το πυρίτιο.
Η τελευταία κίνηση του Πεκίνου να μετατρέψει τις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού σε «όπλο» ακολουθεί τα μέτρα της Αμερικής για τεχνολογικό έλεγχο. Την τελευταία τριετία, η Ουάσιγκτον έχει ενεργοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία της για να επιβάλει παγκόσμιους κανόνες, που απαγορεύουν σε εταιρείες οπουδήποτε στον κόσμο να προμηθεύουν την Κίνα με προηγμένα τσιπ ή τα εργαλεία κατασκευής τους. Η στρατηγική αυτή θεωρείται αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί η Κίνα από το να αποκτήσει προβάδισμα στην κούρσα για την τεχνητή νοημοσύνη.
Σε αυτόν τον τεχνολογικό «πόλεμο», η Ελλάδα έχει μικρό αλλά σαφές αποτύπωμα. Τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί στη χώρα ένα αξιοσημείωτο οικοσύστημα ημιαγωγών αξίας περίπου 500 εκατ. ευρώ, στο οποίο απασχολούνται περίπου 3.000 εργαζόμενοι υψηλής εξειδίκευσης, με πάνω από 80 επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά σημεία της αλυσίδας και έναν «πυρήνα» περίπου 35 εταιρειών με εξειδικευμένο ρόλο.
Πρόκειται για θεαματική εξέλιξη, αν σκεφτεί κανείς ότι το 2006 ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις οκτώ. Οι περισσότερες από αυτές λειτουργούν ως παραρτήματα ισχυρών πολυεθνικών ομίλων, κυρίως αμερικανικών και ευρωπαϊκών, ενώ υπάρχει και μια, έστω περιορισμένη, παρουσία κινεζικών συμφερόντων. Οι διεθνείς παίκτες εισήλθαν στην ελληνική αγορά κυρίως μέσω εξαγορών εγχώριων νεοφυών επιχειρήσεων, με ομάδες που είχαν προσανατολιστεί στον σχεδιασμό μικροκυκλωμάτων: την ανάπτυξη βιβλιοθηκών, εργαλείων και λειτουργικοτήτων που ενσωματώνονται στη διαδικασία παραγωγής των τσιπ.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παραγωγή μικροκυκλωμάτων. Η δημιουργία τέτοιων μονάδων απαιτεί επενδύσεις αστρονομικής κλίμακας, δεκάδες δισ. ευρώ, καθώς και τεράστια αποθέματα νερού και ενέργειας, αλλά και μια ευρεία δεξαμενή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, εξηγεί στην «Κ» ο Γιάννης Κικίδης, αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Τεχνολογίας Αιχμής Ελλάδας (HETIA). Ενδεικτικό του μεγέθους είναι το πρόσφατο παράδειγμα της TSMC, της μεγαλύτερης κατασκευάστριας ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στον κόσμο, με έδρα την Ταϊβάν, χώρα η οποία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Η εταιρεία ανακοίνωσε την ανέγερση νέου εργοστασίου με κόστος το ιλιγγιώδες ποσό των 48,5 δισ. δολαρίων.
«Αν και δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε να φιλοξενήσουμε μια τέτοια υπερεγκατάσταση, μπορούμε ωστόσο να διεκδικήσουμε παραγωγικές μονάδες σε πιο ώριμες τεχνολογίες, αξιοποιώντας τις τοπικές μας δυνατότητες. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, είναι να καταρτιστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και να διαμορφωθεί το κατάλληλο έδαφος», επισημαίνει.
Παράλληλα, καθοριστικό βήμα για την ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη των κρίσιμων υλικών αποτελεί η επένδυση της Metlen, ύψους 295,5 εκατ. ευρώ, για την παραγωγή γαλλίου, αλουμίνας και βωξίτη στη χώρα. Η επένδυση στοχεύει στην πλήρη υποκατάσταση των εισαγωγών γαλλίου στην Ευρώπη, ενισχύοντας τη στρατηγική αυτονομία σε ένα υλικό υψηλής τεχνολογικής σημασίας. Με προβλεπόμενη παραγωγική δυναμικότητα 50 μετρικών τόνων γαλλίου ετησίως, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια αγορά όπου το γάλλιο, παρότι δεν κατατάσσεται στις σπάνιες γαίες, θεωρείται κρίσιμο ορυκτό λόγω της αυξανόμενης ζήτησης και του ρόλου του σε προηγμένες τεχνολογίες από ημιαγωγούς και τηλεπικοινωνιακές εφαρμογές έως λέιζερ και εξειδικευμένα ηλεκτρονικά συστήματα.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)