Ειδικότερα, ο Τραμπ από τη νίκη του πέρυσι, άλλαξε την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, πέρασε ένα σαρωτικό φορολογικό νομοσχέδιο, μείωσε τις δημόσιες δαπάνες και απέλυσε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Επίσης, προώθησε τα κρυπτονομίσματα, άσκησε πίεση στις πολυεθνικές να επενδύσουν στις ΗΠΑ, αυστηροποίησε τους μεταναστευτικούς περιορισμούς και εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του επικεφαλής της Fed για να μειώσει τα επιτόκια. Παρ’ όλα αυτά, η αμερικανική οικονομία συνεχίζει κανονικά την πορεία της. Προς έκπληξη πολλών, τα χρηματιστήρια είναι σε ιστορικά υψηλά, οι επιχειρήσεις σημειώνουν αυξημένη κερδοφορία, το εμπορικό έλλειμμα συρρικνώθηκε, το ΑΕΠ αναπτύσσεται με ρυθμό 3% και ο πληθωρισμός, στο 3%, είναι πολύ μακριά από τα υψηλά που σημείωσε πριν από δύο χρόνια. Επίσης, η ανεργία παραμένει στο 4,3% και παρότι η δημιουργία νέων θέσεων επιβραδύνθηκε τους τελευταίους μήνες, οι αναλυτές το αποδίδουν στη μείωση των μεταναστών υπό τους νέους κανονισμούς.
Υπάρχουν βέβαια ρίσκα, όπως μία χρηματιστηριακή «φούσκα» τεχνητής νοημοσύνης ή η διεύρυνση των ανισοτήτων. Ωστόσο τα μακροοικονομικά στοιχεία αναδεικνύουν την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας. «Οι επενδυτές μαθαίνουν να αντεπεξέρχονται στην αβεβαιότητα, εκμεταλλευόμενοι την τάση του Τραμπ να εντείνει τις απειλές και ύστερα να υπαναχωρεί», ανέφερε ανάλυση του Reuters για τον ένα χρόνο από τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της λεγόμενης «Ημέρας της Απελευθέρωσης» στις 2 Απριλίου, όταν ο Τραμπ ανακοίνωσε σαρωτικούς δασμούς σχεδόν προς όλες τις χώρες του πλανήτη. Τα μέτρα προκάλεσαν πανικό στη διεθνή αγορά, με τον παγκόσμιο δείκτη MSCI World να καταγράφει απώλειες 10% σε μόλις λίγες ημέρες. Ωστόσο η αναστάτωση δεν διήρκεσε πάνω από μιάμιση εβδομάδα.
Κορυφαίοι αναλυτές έσπευσαν να χαμηλώσουν τις προβλέψεις τους. Ορισμένοι προέβλεψαν καταστροφή, προειδοποιώντας για κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου και ανάφλεξη του πληθωρισμού. Οκτώ μήνες μετά, όμως, δεν έχει επέλθει τέτοιο αποτέλεσμα. «Το δασμολογικό σοκ από μόνο του είναι μικρότερο απ’ ό,τι φοβόμασταν αρχικά», παραδέχθηκε πρόσφατα η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας αποδίδεται εν μέρει στην προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων. Εσπευσαν να κάνουν μαζικές εισαγωγές ενόψει των δασμών, έφτιαξαν τα αποθεματικά τους και ενίσχυσαν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες. Επιπλέον, ύστερα από χρόνια υψηλής κερδοφορίας μετά την πανδημία, μείωσαν τα περιθώρια κέρδους τους, απορροφώντας μέρος της επιβάρυνσης στις τιμές.
Πρόσφατη δημοσκόπηση του CNΝ στις ΗΠΑ αποτύπωσε αυξημένες ανησυχίες για το κόστος διαβίωσης. Το 47% των ερωτηθέντων είπε ότι το κόστος ζωής και η οικονομία είναι τα κορυφαία προβλήματα στη χώρα.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, οι καταναλωτές θεωρούν ότι οι τιμές είναι υψηλότερες. «Είναι ευχάριστο ότι οι τιμές δεν ανεβαίνουν πια τόσο γρήγορα όσο παλιότερα, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλότερες. Και θα χρειαστεί κάποιος χρόνος, ώστε να σβήσει αυτό το αποτέλεσμα. Οσο τα πραγματικά εισοδήματα ανεβαίνουν, θα αισθανθούν καλύτερα στο μέλλον», είπε.
Ενα ακόμα «κλειδί» στην ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας είναι η επενδυτική ευφορία στη Wall Street με την τεχνητή νοημοσύνη. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί επενδύουν δισεκατομμύρια, με αποτέλεσμα οι μετοχές τους να τραβούν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. «Οι ΗΠΑ έχουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο χρηματιστήριο στον κόσμο. Το 60% των οικογενειών επενδύει», δήλωσε Ισπανός τραπεζίτης στην Ουάσιγκτον πριν από μερικές ημέρες. Οι επενδυτές βλέπουν κέρδη και κατά συνέπεια αυξάνουν τις δαπάνες τους.
Οσοι, πάντως, δεν κατάφεραν να εξοικονομήσουν αρκετά για να επενδύσουν στο χρηματιστήριο, δυσκολεύονται. Οι ανισότητες διευρύνονται και οι απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων που αντικαταστάθηκαν από την αυτοματοποίηση τις επιτείνουν. Επίσης, η δημιουργία νέων θέσεων επιβραδύνεται αισθητά. Τα τελευταία επίσημα στοιχεία έδειξαν ότι τον Αύγουστο προστέθηκαν 22.000 θέσεις, πολύ λιγότερες από τις προσδοκίες, ενώ χάθηκαν 13.000 θέσεις τον Ιούνιο.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)