Τώρα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες έχουν κολλήσει σε ένα κύκλο ασθενούς ανάπτυξης με «βαρίδι» τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η Γαλλία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της μεταβολής, αντιμετωπίζοντας δημοσιονομική και πολιτική κρίση, ενώ η Βρετανία εξετάζει αύξηση της φορολογίας, για να μειώσει το έλλειμμα και να μην τρομάξει τις αγορές. Η ανέκαθεν συνετή Γερμανία, αλλά και η Ολλανδία, αυξάνουν το χρέος τους, ξεκινώντας βέβαια από χαμηλά επίπεδα.
Απεναντίας, οι χώρες του Νότου αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη, με τις κυβερνήσεις που πριν από 15 χρόνια χρεοκοπούσαν να εμφανίζουν σχεδόν ισοσκελισμένους ισολογισμούς.
«Μετά την κρίση χρέους, η Νότια Ευρώπη πήρε τα δημοσιονομικά της μαθήματα», είπε στη Wall Street Journal ο Φιλίππο Ταντέι, οικονομολόγος της Goldman Sachs. «Σε κάθε μία από αυτές τις χώρες, οι δημοσιονομικές προοπτικές είναι αξιοσημείωτα πιο προσεκτικές σε σύγκριση με τη Γαλλία ή ακόμα και από την Ολλανδία ή τη Γερμανία».
Η αντιστροφή των ρόλων ίσως είναι το απροσδόκητο αποτέλεσμα της κρίσης, η οποία υποχρέωσε τις χώρες του Νότου να κάνουν επίπονες μειώσεις δαπανών στο πλαίσιο των πακέτων διάσωσης. Τα προγράμματα λιτότητας άφησαν βαθιά τραύματα: η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι κατά περίπου ένα πέμπτο μικρότερη σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από την κρίση. Επίσης, η ανεργία παραμένει υψηλή σε ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο οι χώρες υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως η άνοδος του ορίου συνταξιοδότησης, η μείωση της γραφειοκρατίας, οι ιδιωτικοποιήσεις και η αλλαγή των εργασιακών νόμων.
«Πολλές από τις χώρες που τα πάνε καλύτερα στην Ευρώπη τώρα είναι χώρες που ήταν παλιά στα προγράμματα… Αναδύθηκαν πιο ανθεκτικές σε σύγκριση με τις οικονομικές δομές που είχαν πριν από 15 χρόνια», υπογράμμισε ο Φρανκ Γκιλ, οικονομολόγος της S&P Global.
Η ισπανική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 3,5% πέρυσι, εμφανίζοντας έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η Ελλάδα με ρυθμό 2,3%, υπερδιπλάσιο από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η Γερμανία απεναντίας συρρικνώθηκε για δεύτερη συναπτή χρονιά.
Εν μέρει ευθύνεται η εκτίναξη του τουρισμού. Επίσης, οι χώρες του Νότου έχουν λάβει εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις και δάνεια από την Ε.Ε. για αναβάθμιση των υποδομών. Ωστόσο, ο Ταντέι της Goldman Sachs είπε ότι οι οικονομικές αλλαγές που ευνοούν τη Νότια Ευρώπη είναι βαθύτερες.
Το Μιλάνο, η Λισσαβώνα και η Σεβίλλη έχουν μετατραπεί σε κόμβους τεχνολογίας, οικονομικών και startups. Οι αγορές εργασίας προσθέτουν θέσεις υψηλών δεξιοτήτων, οι οποίες αναμένεται να τονώσουν συνολικά την παραγωγικότητα. Επίσης, οι κυβερνήσεις παρακολουθούν στενά τα όρια δαπανών και τα πιθανά αποτελέσματα της παραβίασής τους για τις αγορές.
Τώρα, αυτές που αντιμετωπίζουν προβλήματα είναι οι χώρες στον πυρήνα της Ευρώπης. Το αναπτυξιακό μοντέλο της Δυτικής Ευρώπης, το οποίο βασίζεται στο εμπόριο και στη βιομηχανία, ταρακουνήθηκε από τους αμερικανικούς δασμούς, την κλιμάκωση του κινεζικού ανταγωνισμού και το τέλος της φθηνής ρωσικής ενέργειας.
Οι χώρες που ήταν παλιά στα προγράμματα αναδύθηκαν πιο ανθεκτικές σε σύγκριση με τις οικονομικές δομές που είχαν πριν από 15 χρόνια, λέει στέλεχος της S&P Global.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δανείστηκαν έντονα στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση προσπαθούν να βάλουν τα ταμεία τους σε τάξη.
Οι χώρες του Νότου σε γενικές γραμμές έχουν φέρει τα ελλείμματά τους στα επίπεδα προ πανδημίας, αλλά οι κυβερνήσεις του Βορρά κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς δυσκολεύονται να αυξήσουν τα έσοδά τους εν μέσω ασθενούς ανάπτυξης.
Η Γαλλία αναμένεται να εμφανίσει έλλειμμα 5,4% του ΑΕΠ φέτος έναντι 2,4% πριν από την πανδημία. Αντίστοιχα, τα κενά του προϋπολογισμού σε Βρετανία, Αυστρία και Βέλγιο ξεπερνούν το 4%.
Η Γερμανία θα ξοδέψει έως 1 τρισ. ευρώ σε υποδομές και άμυνα, μία κίνηση η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα τονώσει την ανάπτυξη, αλλά και θα αυξήσει το έλλειμμα πάνω από το όριο της Ε.Ε. για 3%.
Τα επόμενα χρόνια, οι κεφαλαιακές ανάγκες αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω λόγω του δημογραφικού, των υποσχέσεων στην άμυνα, της μετάβασης σε πράσινες ενέργειες και της ανόδου των τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι προσπάθειες περιορισμού των δαπανών για να εξυπηρετηθούν άλλες ανάγκες έχουν αποτύχει.
Τον τελευταίο χρόνο, η Γαλλία έχασε τρεις κυβερνήσεις για τα σχέδια μείωσης των δαπανών. Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιέν Λεκορνί, ο οποίος παραιτήθηκε και ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του μέσα σε λίγες ημέρες τον Οκτώβριο, ανακοίνωσε αναστολή του εμβληματικού συνταξιοδοτικού νόμου του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ανεβάζει σταδιακά το όριο συνταξιοδότησης.
«Υπάρχει σαφώς μία αναγνώριση ότι πρέπει να γίνει κάτι», ανέφερε ο Γκιλ της S&P στη WSJ. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι ακριβώς πρέπει να γίνει».
Οσο η ανάπτυξη είναι χαμηλή, οι ψηφοφόροι εκφράζουν δυσαρέσκεια και στρέφονται στα πολιτικά άκρα. Αυτό ενέτεινε τον πολιτικό κατακερματισμό, δυσχεραίνοντας την ομοφωνία σε επίπονες οικονομικές πολιτικές. «Στη Γαλλία, στη Βρετανία και πιθανώς στη Γερμανία, οι προκλήσεις στα κρατικά ταμεία αυξάνουν την πολιτική αστάθεια, που κάνει πιο δύσκολες τις αλλαγές σε τέτοια πράγματα», είπε ο Μουχτάμπα Ράχμαν, επικεφαλής Ευρώπης στο Eurasia Group.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι μέρος της ευθύνης φέρουν τα τεράστια προγράμματα επαναγοράς μετοχών από την EKT μετά την κρίση και την πανδημία, τα οποία μείωσαν το κόστος δανεισμού για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και την κυβέρνηση. «Αυτή τη στιγμή, καμία χώρα δεν έχει φτάσει στο χείλος του γκρεμού, εν μέρει διότι η ΕΚΤ ήταν εκεί στο φόντο… Αλλά το να φτάσει κανείς στο χείλος του γκρεμού ίσως είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται, ώστε να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις που χτίζονται σταδιακά», επισήμανε ο Ράχμαν.
Ο Μαχμούντ Πραντάν, επικεφαλής οικονομολόγος της Amundi, σημείωσε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες δεν απειλούνται άμεσα από μία κρίση χρέους. Η Γερμανία ιδίως έχει σχετικά χαμηλό χρέος στο 64% του ΑΕΠ. Το κόστος δανεισμού της Γαλλίας εκτινάχθηκε φέτος, ξεπερνώντας το ιταλικό, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει δυσκολευτεί να βρει αγοραστές για τους τίτλους της. Ο Πραντάν προειδοποιεί όμως ότι όσες χώρες ξοδεύουν υπερβολικά τώρα, ίσως δένουν τα χέρια τους σε μελλοντικές κρίσεις. «Η πραγματική παράλυση είναι ότι η Ευρώπη δεν θα έχει τον δημοσιονομικό χώρο να απαντήσει σε μελλοντικά σοκ», τόνισε.
(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")