Καθώς η ζήτηση για χώρους γραφείων παραμένει υποτονική, πολλά οικοδομήματα – ορόσημα της αστικής ανάπτυξης βρίσκονται πλέον σε «μηχανική υποστήριξη», όπως γράφει η Wall Street Journal, οδηγώντας τους διαχειριστές τους, αλλά και τις πόλεις που τα φιλοξενούν, σε τεράστια οικονομικά και πολιτικά διλήμματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Industrial National Bank Building, το λεγόμενο «Κτίριο Σούπερμαν», στην πρωτεύουσα του Ρόουντ Αϊλαντ, Πρόβιντενς. Ο δημοφιλής πύργος των 26 ορόφων, σύμβολο οικονομικής ισχύος και το υψηλότερο κτίριο κάποτε της πόλης, παραμένει άδειος από το 2013 μετά την αποχώρηση της Bank of America. Ο ιδιοκτήτης του πρότεινε τη μετατροπή του σε διαμερίσματα, οι τοπικοί αξιωματούχοι ωστόσο δίστασαν, επιμένοντας να παραμείνει εμπορικός κόμβος. Γρήγορα έγινε σύμβολο της συνολικής παρακμής του κέντρου της πόλης. «Είναι το υψηλότερο κτίριο στην πόλη. Βρίσκεται σε κάθε καρτ ποστάλ. Και είναι άδειο. Αυτό έχει επιπτώσεις», λέει ο δήμαρχος της Πρόβιντενς, Μπρετ Σμάιλι. Φέτος το καλοκαίρι έπειτα από πολλούς δισταγμούς άρχισε να διαφαίνεται λύση στο αδιέξοδο. Ο Ντέιβιντ Σουίτσερ, ο 70χρονος κατασκευαστής που είχε στην κατοχή του το κτίριο, κατάφερε να συγκεντρώσει χρηματοδότηση ύψους 308 εκατ. δολαρίων και το σχέδιο μετατροπής πήρε το «πράσινο φως» από τις Αρχές. Ο Σουίτσερ πέθανε, ωστόσο, και το πλάνο «πάγωσε», επαναφέροντας στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ερώτημα: τι μπορείς να κάνεις όταν το πιο σημαντικό τοπόσημο της πόλης σου είναι πολύ ιστορικό για να κατεδαφιστεί, αλλά και πολύ δαπανηρό για να σωθεί;
Πολλές αμερικανικές πόλεις που συνδέθηκαν άρρηκτα με εμβληματικά κτίρια του 20ού αιώνα αντιμετωπίζουν αντίστοιχα διλήμματα: το Chrysler Building στη Νέα Υόρκη, το Times Mirror Square στο Λος Αντζελες, πρώην έδρα των Los Angeles Times, το Renaissance Center –ένα συγκρότημα επτά ουρανοξυστών στο κέντρο του Ντιτρόιτ– και ο διάδρομος LaSalle Street στο κέντρο του Σικάγου.
Αρκετά από αυτά κατάφεραν βέβαια να περάσουν στη νέα εποχή. Το κτίριο Woolworth της Νέας Υόρκης, κάποτε το υψηλότερο στον κόσμο, μετέτρεψε τους τελευταίους ορόφους του σε πολυτελή συγκροτήματα. Τόσο το κτίριο PSFS στη Φιλαδέλφεια όσο και ο Πύργος Foshay στη Μινεάπολη αναγεννήθηκαν ως ξενοδοχεία. Αλλά πολλοί εμβληματικοί πύργοι γραφείων παραμένουν σε αχρησία χρόνο με τον χρόνο και η επισκευή τους γίνεται όλο και πιο δαπανηρή. Σε ορισμένες πόλεις, μάλιστα, ολόκληρες περιοχές γραφείων αντιμετωπίζουν απαξίωση. Το Σικάγο αγωνίζεται να διατηρήσει ζωντανό τον διάδρομο LaSalle, το ιστορικό οικονομικό κέντρο που διαθέτει δεκάδες οικονομικά προβληματικά ακίνητα.
Η πιο κοινή πρόταση για τη διάσωσή τους είναι η μετατροπή τους σε κατοικίες ή ξενοδοχεία. Η αλλαγή, ωστόσο, είναι εξαιρετικά δαπανηρή.
Αν και πολλές επιχειρήσεις θέλουν να επιστρέψουν οι εργαζόμενοι στον χώρο εργασίας τους, η ζήτηση για χώρους γραφείων παραμένει υποτονική, ειδικά σε παλαιότερα κτίρια. Το ποσοστό κενών γραφείων στις ΗΠΑ είναι 14%, ελαφρώς μειωμένο από το ιστορικό υψηλό που σημειώθηκε νωρίτερα φέτος, σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων CoStar Group.
Μόλις η κενότητα ενός κτιρίου φτάσει σε ένα ορισμένο σημείο, η απαξίωσή του επιταχύνεται και τα καταστήματα λιανικής πώλησης συνήθως κλείνουν. Πριν από μια δεκαετία, περίπου το 15% των κτιρίων γραφείων στις ΗΠΑ είχαν κενές θέσεις άνω του 25%. Σήμερα είναι πάνω από 20%. Κτίρια που είναι κενά κατά 25% ή περισσότερο σήμερα αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 80% των κενών χώρων γραφείων στις ΗΠΑ, από περίπου 65% πριν από μια δεκαετία, σύμφωνα με την CoStar.
Η πιο κοινή πρόταση για τη διάσωση αυτών των κτιρίων είναι η μετατροπή τους σε κατοικίες και λιγότερο συχνά σε ξενοδοχεία. Η αλλαγή, ωστόσο, είναι εξαιρετικά δαπανηρή, καθώς απαιτεί –μεταξύ άλλων– την αναβάθμιση απαρχαιωμένων συστημάτων. Τα υψηλά επιτόκια και ο πληθωρισμός έχουν εκτοξεύσει επίσης το κόστος των έργων ανακαίνισης.
Οι τοπικοί αξιωματούχοι, τέλος, συχνά διστάζουν να εγκρίνουν τα πλάνα, με την ελπίδα ότι θα βρεθεί νέος ενοικιαστής και τα κτίρια-φαντάσματα θα διατηρήσουν τη θέση τους ως σημαντικός εμπορικός κόμβος και πηγή θέσεων εργασίας. Συχνά, τα έργα μετατροπής δεν είναι οικονομικά βιώσιμα χωρίς γενναιόδωρες κυβερνητικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές. Για πολλές πόλεις η διάσωση αυτών των αρχιτεκτονικών κοσμημάτων δεν είναι απλώς μια οικονομική απόφαση, αλλά μια κρίσιμη προσπάθεια για την ψυχική και οικονομική αναζωογόνηση των κέντρων τους.
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)