τους βανδαλιστές αλλά και παραβαίνει τον όρκο του, να προστατεύει τους πολίτες και τους επισκέπτες της πρωτεύουσας από ασχημίες…
Η στάση του είναι ευεξήγητη, προερχόμενος από την επαναστατική αριστερά ό,τι δεν επετεύχθη με τα αναρχικά της κινήματα, επιτρέπει να ασκείται εις βάρος της συντεταγμένης πολιτείας.
Με αναρχικά συνθήματα, πολιτικές ύβρεις και κακάσχημες ζωγραφιές, που αναγορεύονται σε ελεύθερη «τέχνη», επιτρέπει σε αντικοινωνικά στοιχεία – πάντα τέτοια θα υπάρχουν- να προσβάλλουν καθιερωμένες κοινωνικές αξίες και να ρυπαίνουν την αισθητική του κοινού. Δεν πρόκειται για εκείνες τις τοιχοαφίσες σε οργανωμένους διαφημιστικές επιφάνειες από αληθινούς καλλιτέχνες αλλά από αγύρτες που με «σπρέϊ» λερώνουν τα πάντα , από κτίρια και μέσα μαζικής μεταφοράς μέχρις και αρχαία μνημεία.
Ο δήμαρχος αντί να πράξει το καθήκον του – να διώξει δια ροπάλων τους βανδάλους - βγαίνει στα λεγόμενα «κοινωνικά δίκτυα» και τους υποστηρίζει.
Κι η κυβέρνηση τι κάνει; Αποδύεται σε ένα χαλαρό διάλογο με τον δήμαρχο, μάλιστα αναρμοδίως (την υπουργό Τουρισμού) και ζητεί «εξηγήσεις», αντί ο υπουργός Εσωτερικών να δώσει εντολή στην αστυνομία να συλλάβει τους βανδάλους.
Εδώ όμως πρόκειται περί παραλήψεως καθήκοντος που ως έγραφε ο Εμμανουήλ Ροΐδης η νεωτέρα Ελλάς ενός μόνο νόμου χρειάζεται: «περί εφαρμογής της κειμένης νομοθεσίας»!