Οι διμερείς επαφές επεκτάθηκαν ακόμη περισσότερο μετά το 1861, όταν υπεγράφη Συνθήκη Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας. Για την ελληνική πλευρά, η συνθήκη προσέφερε την ευκαιρία εξυπηρέτησης των συμφερόντων των Ελλήνων υπηκόων, ιδίως στις περιοχές πέριξ του Καυκάσου και της Κασπίας Θάλασσας. Για την ιρανική, αποτελούσε ένα μέσο για την εξασφάλιση επικοινωνίας με τη Δύση, παρακάμπτοντας το γεωγραφικό εμπόδιο που δημιουργούσε προς αυτήν την κατεύθυνση η ύπαρξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο μεταίχμιο από τον 19ο στον 20ό αιώνα, περίπου 800-1.000 Ελληνες κατοικούσαν κυρίως στο βόρειο Ιράν. Εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, πρόσφυγες από τον Πόντο βρήκαν καταφύγιο στην ιρανική επικράτεια, ενισχύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την ελληνική παρουσία εκεί. Η ελληνοϊρανική Συνθήκη Φιλίας που υπεγράφη το 1931 ρύθμισε, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της παραμονής αυτών των προσφύγων στο ιρανικό έδαφος.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το Ιράν κατελήφθη, όχι όμως από τις δυνάμεις του Αξονα όπως η Ελλάδα, αλλά από τους Σοβιετικούς και τους Βρετανούς που εγκαταστάθηκαν στον Βορρά και στον Νότο αντιστοίχως. Μετά το τέλος του πολέμου, το Ιράν, όπως και η Ελλάδα, εντάχθηκε στον δυτικό κόσμο. Στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ιράν αποτελούσαν, στην αντίληψη των Αμερικανών, ένα γεωπολιτικό συνεχές, ο έλεγχος του οποίου εξασφάλιζε την παρεμπόδιση της καθόδου της Σοβιετικής Ενωσης στα θερμά ύδατα της Μεσογείου και του Περσικού Κόλπου. Λίγο μετά την εισδοχή της Ελλάδας (και της Τουρκίας) στο ΝΑΤΟ, το Ιράν κατέστη μέλος του Συμφώνου της Βαγδάτης: επρόκειτο για μια συμμαχία που είχε σκοπό τη στρατηγική ανάσχεση της Μόσχας, στην οποία συμμετείχαν επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο, η Τουρκία, το Ιράκ και το Πακιστάν.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα τέλη εκείνης του 1970, οι σχέσεις της Αθήνας και της Τεχεράνης προσδιορίστηκαν από δύο αντίρροπες δυνάμεις. Η θετική σχετιζόταν με την έντονη δραστηριοποίηση ελληνικών επιχειρήσεων (όπως για παράδειγμα κατασκευαστικών) στο Ιράν και την ταυτόχρονη άνθηση της εκεί ελληνικής κοινότητας, η οποία έφτασε να αριθμεί τα 3.000 μέλη. Η αρνητική προέκυπτε από τους στενούς δεσμούς που διατηρούσε η Τεχεράνη με την Αγκυρα, οι οποίοι εν πολλοίς εξηγούσαν την (κατά τεκμήριο αντίθετη προς τις επιδιώξεις της Αθήνας) ιρανική στάση σε πολλά ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως για παράδειγμα το Κυπριακό. Ετσι, στο επίπεδο της υψηλής πολιτικής οι σχέσεις Ελλάδας και Ιράν υπολείπονταν σε σύγκριση με την οικονομική συνεργασία, η οποία ανθούσε.
Η επικράτηση της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν το 1979 δημιούργησε νέες περιπλοκές στις ελληνοϊρανικές επαφές. Η ανατροπή του καταπιεστικού και διεφθαρμένου καθεστώτος του σάχη είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη αλλαγή των διπλωματικών προσανατολισμών της Τεχεράνης. Την ώρα που η Ελλάδα, υπογράφοντας τη Συνθήκη Προσχώρησης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, εμπέδωνε περαιτέρω τη θέση της στον δυτικό κόσμο, το Ιράν εξερχόταν από αυτόν και καθίστατο δεδηλωμένος εχθρός του. Στον απόηχο της ανόδου των αγιατολάχ στην εξουσία δρομολογήθηκε και η ραγδαία αποψίλωση της ελληνικής παροικίας του Ιράν, η οποία σταδιακά περιορίστηκε σε λιγότερα από 100 άτομα.
Από την Ισλαμική Επανάσταση και μετά, οι σχέσεις της Αθήνας με την Τεχεράνη ακολουθούν σε γενικές γραμμές την πορεία εκείνων που έχει το Ιράν με τις χώρες της Δύσης. Σε περιόδους ύφεσης ανοίγουν προοπτικές στενότερης συνεργασίας, με την Ελλάδα να επιχειρεί να λειτουργήσει ως γέφυρα επικοινωνίας του Ιράν με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αντιθέτως, όταν το κλίμα ανάμεσα στην Τεχεράνη και στον δυτικό κόσμο οξύνεται, οι επαφές δυσκολεύουν. Τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης, τους πρώτους μήνες του 2015, για εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Ιράν ως εναλλακτική λύση έναντι των διεθνών δανειστών της Ελλάδας απείχαν πολύ από το να θεωρηθούν στοιχειωδώς ρεαλιστικά κι έτσι παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες. Η στρατηγική της Ελλάδας για ανάπτυξη ολοένα στενότερων δεσμών με το Ισραήλ, η οποία εγκαινιάστηκε το 2010 και συνεχίζεται αδιαλείπτως (ανεξαρτήτως των κυβερνητικών αλλαγών) μέχρι σήμερα, αποτελεί μία επιπλέον εξήγηση για την απροθυμία της Τεχεράνης να συσφίγξει τις σχέσεις της με την Αθήνα.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συνιδρυτής του Strategic Thinking Lab.