Ο λόγος είναι οι προοπτικές ανάπτυξης, καθώς ο κλάδος ταλανίζεται από υπερπροσφορά εξοπλισμού, ενώ μία σειρά νέων κανονισμών αναμένεται να επιβραδύνει τις νέες εγκαταστάσεις.
Το πρόβλημα της υπερπροσφοράς είναι γνωστό εδώ και πολλούς μήνες. Το Πεκίνο επιθυμεί να αναδειχθεί στον απόλυτο κυρίαρχο όσον αφορά στις πράσινες τεχνολογίες, επομένως έδωσε μεγάλο βάρος στις κρίσιμες βιομηχανίες όπως τα φωτοβολταϊκά και η ηλεκτροκίνηση. Η οικονομική στήριξη και η ευνοϊκή νομοθεσία βοήθησαν τους Κινέζους κατασκευαστές φωτοβολταϊκών να αναπτυχθούν ταχύτατα, ενώ ταυτόχρονα επένδυσαν τα κέρδη τους στην καινοτομία, κάτι που τους επέτρεψε να γίνουν όλο και πιο ανταγωνιστικοί. Με τον ιδανικό συνδυασμό προσιτού κόστους και προηγμένης τεχνολογίας, τα κινεζικά φωτοβολταϊκά σύντομα κατέκτησαν τη διεθνή αγορά, με τους πρώην μεγάλους ανταγωνιστές στις δυτικές αγορές να μην μπορούν να σταθούν ισάξια.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Η εξάλειψη των ξένων ανταγωνιστών σηματοδότησε τον ανταγωνισμό μεταξύ των Κινέζων κατασκευαστών, οι οποίοι μπορούσαν να εργαλειοποιήσουν μόνο το κόστος των προϊόντων τους. Έτσι, οι τιμές των φωτοβολταϊκών βρίσκονται σε συνεχή πτωτική πορεία, με τους ανθρώπους της αγοράς να κάνουν λόγο για ένα «ράλι τιμών προς τα κάτω». Ταυτόχρονα, η κινεζική ηγεμονία στον κλάδο άρχισε να απειλεί τις κυβερνήσεις άλλων μεγάλων αγορών, οι οποίες ανακάλυψαν πως οι εγχώριοι κατασκευαστές βρίσκονταν στα όρια της εξαφάνισης. Αναμενόμενα, οι προστατευτικές πολιτικές ακολούθησαν, με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ να επιθυμούν να κλείσουν τον δρόμο των κινεζικών εξαγωγών προς τις αγορές τους.
Με την κατάσταση του κλάδου να είναι ήδη δυσχερής, αρκετοί ήλπιζαν σε μία παρέμβαση του Πεκίνου. Και πράγματι η κινεζική ηγεσία προώθησε μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι όπως ανέμεναν οι κατασκευαστές φωτοβολταϊκών. Η πρώτη αλλαγή προβλέπει πολύ αυστηρότερα κριτήρια για τις εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών σε στέγες, ενώ η δεύτερη καταργεί την τιμολογιακή προστασία για τους παραγωγούς ηλιακής ενέργειας και τους καθιστά κομμάτι της ελεύθερης αγοράς. Μολονότι η ηλιακή ενέργεια έχει ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα όσον αφορά το κόστος παραγωγής, αρκετοί αναλυτές θεωρούν πως οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα προκαλέσουν μία επιβράδυνση μέχρι όλοι οι παίκτες να αξιολογήσουν το νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Αριθμητικά, οι εγκαταστάσεις του πρώτου εξαμήνου 2025 στην Κίνα αναμένεται να αγγίξουν τα 155-160 GW, πολύ κοντά στο ορόσημο του 1 TW ή περίπου το 50% της παγκόσμιας ισχύος. Για το δεύτερο εξάμηνο, όμως, οι εγκαταστάσεις θα πέσουν πιθανώς στα 90-95 GW. Οι δυσκολίες δεν σημαίνουν ότι η αγορά έχει παγώσει εντελώς. Η κινεζική ηγεσία διατηρεί την πράσινη ενέργεια ως βασική προτεραιότητα, όχι μόνο λόγω της ενεργειακής και εμπορικής στρατηγικής της, αλλά γιατί είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στον συγκεκριμένο τομέα. Επίσης, άλλες μικρότερες αγορές, όπως η Μέση Ανατολή και η Νοτιοανατολική Ασία βρίσκονται σε τροχιά ανάπτυξης.
Ωστόσο, τα στελέχη των κατασκευαστών φωτοβολταϊκών παραμένουν απαισιόδοξα. Οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες κατέγραψαν συνολικές ζημίες 8 δισεκατομμυρίων γιουάν (1,1 δισεκατομμύρια δολάρια) κατά το πρώτο τρίμηνο 2025. Αρκετές επιχειρήσεις έχουν ήδη αναγκαστεί να πάρουν δραστικά μέτρα όπως οι περικοπές θέσεων εργασίας και η μείωση στο R&D ώστε να ανταπεξέλθουν. Αλλά όλοι συμφωνούν πως η εμπλοκή της κινεζικής κυβέρνησης είναι αναγκαία. Οι δηλώσεις των διοικήσεων ζητούν ευθέως από το Πεκίνο να προχωρήσει σε εξυγίανση του κλάδου, κάτι που αναμένεται να επαναληφθεί στις ομιλίες των υψηλόβαθμων στελεχών στη διάρκεια του SNEC PV+. Από την πλευρά τους, οι αγορές είναι ακόμα σύμφωνες με αυτό, με τις μετοχές των κατασκευαστών φωτοβολταϊκών να εκτοξεύονται κάθε φορά που εντείνονται οι φήμες για κρατική παρέμβαση και να καταρρέουν μόλις αυτές αποδεικνύονται αβάσιμες.