Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, εξηγώντας πως ενώ οι Ευρωπαίοι διαφωνούν για το αν τα ορυκτά καύσιμα είναι πιο ασφαλή από τις ΑΠΕ και τούμπαλιν, η ήπειρος κινδυνεύει να μείνει χωρίς τον πιο βασικό πόρο της, το νερό.
Αρκετές έρευνες αναδεικνύουν το γεγονός πως η Ευρώπη είναι η γωνιά του πλανήτη που βιώνει τις πιο ευρείες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, με διαφορετικές περιοχές να αντιμετωπίζουν διαφορετικά αλλά ακραία φαινόμενα. Ένας κοινός παρανομαστής, όμως, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η λειψυδρία. Το πρόβλημα στις χώρες του νότου είναι διαχρονικό και αναμενόμενα επιδεινώνεται με τον καιρό. Αλλά ακόμα και οι παραδοσιακά βροχερές χώρες του βορρά αρχίζουν να καταγράφουν ανησυχητικές περιόδους λειψυδρίας.
Η κατάσταση είναι ακόμα πιο δυσχερής καθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι διαμορφωμένες ώστε να “αποθηκεύουν” το νερό. Για παράδειγμα, σε όλη την Ευρώπη, διάφοροι ποταμοί και ρέματα έχουν αλλάξει πορεία ώστε το νερό της βροχής να πηγαίνει προς τη θάλασσα και όχι προς κάποια υποδομή δέσμευσης. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και η μειωμένη βροχόπτωση που καταγράφεται επί ευρωπαϊκού εδάφους δεν μπορεί να αξιοποιηθεί.
Βέβαια το πρόβλημα δεν σταματά εκεί. Όπως συμβαίνει με το ηλεκτρικό δίκτυο, το δίκτυο υδροδότησης της Ευρώπης είναι πολύ παλιό. Σε ορισμένες περιπτώσεις απαρχαιωμένο. Σε κάποιες χώρες, μπορεί να υπάρχουν δίκτυα που κατασκευάστηκαν αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν έχουν αναβαθμιστεί έκτοτε. Ωστόσο, η αναβάθμισή τους δεν αφορά μόνο στην αλλαγή των σωληνώσεων και του εξοπλισμού, αλλά απαιτεί σχεδίαση εκ θεμελίων. Πέραν από τις ευνόητες ανησυχίες για την υγειονομική ασφάλεια του δικτύου, η άσχημη κατάστασή του σημαίνει πως υπάρχουν πολύ υψηλά απωλειών.
Σε επίπεδο κρατών, η Βουλγαρία έχει την αρνητική πρωτιά, με 60% απώλειες υδάτων στο δίκτυο. Όμως οι απώλειες μπορεί να είναι πολύ υψηλότερες σε επίπεδο περιφέρειας ή πόλης. Για παράδειγμα, η ιταλική περιφέρεια Μπαζιλικάτα χάνει σχεδόν το 65% του νερού κατά τη μεταφορά του στο δίκτυο, με την πρωτεύουσα Ποτέντσα να φτάνει το 70%.
Ο συνδυασμός λειψυδρίας και απωλειών μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός, ειδικά όταν οι εισαγωγές από γειτονικές χώρες είναι δύσκολες καθώς αντιμετωπίζουν παρόμοιες συνθήκες. Η ολοένα αυξανόμενη πιθανότητα μεγα-πυρκαγιών εντείνει τις ανησυχίες. Παραδόξως, το υδατικό στρες πολλών περιοχών θα μπορούσε να εκτιναχθεί αν τα ευρωπαϊκά σχέδια για ραγδαία ανάπτυξη των data centers υλοποιηθούν. Πέρα από εξαιρετικά ενεργοβόρες, οι υποδομές αυτές καταναλώνουν και τεράστιες ποσότητες νερού.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σκοπεύει να δημοσιεύσει την πρότασή της για τη διαχείριση των υδατικών πόρων εντός του Ιουνίου— αν μη τι άλλο πολύ αργά για τη φετινή αντιπυρική περίοδο. Όμως ήδη εκφράζονται ενστάσεις. Αρχικά, το θέμα φαίνεται να προσκρούει στη συσχέτιση του σχεδίου αυτού με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, καθώς το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα επιθυμεί να αποστασιοποιηθεί από το εμβληματικό πρόγραμμα της ΕΕ. Παράλληλα, αρκετοί γνώστες του σχεδίου προειδοποιούν πως η προτεινόμενη χρηματοδότηση, 23 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως αλλά χωρίς εγγυημένους κοινοτικούς πόρους, είναι εντελώς ανεπαρκής. Η Water Europe εκτιμά πως απαιτούνται επενδύσεις που ξεπερνούν τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Με την ΕΕ να έχει ρίξει όλο το βάρος της στον αμυντικό τομέα και το πρόσθετο βάρος του εμπορικού πολέμου, το νερό φαίνεται να είναι η τελευταία έγνοια στην ατζέντα των περισσότερων Ευρωπαίων πολιτικών.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση δεν είναι πολύ καλύτερη. Η διαχείριση των υδατικών πόρων συνιστά ένα παραδοσιακό αδύναμο σημείο για τις εθνικές και τοπικές αρχές, με την κλιματική αλλαγή να επιδεινώνει μία ήδη δύσκολη εικόνα. Μιλώντας με αιρετούς σε τοπικό επίπεδο και ανθρώπους της αγοράς, οι δυσκολίες είναι παρόμοιες παντού. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει διαχρονικά μειωμένη βροχόπτωση, ειδικά σε νησιωτικές περιοχές. Τα δίκτυα είναι εξίσου απαρχαιωμένα, έχουν μεγάλες απώλειες, ενώ πολλές φορές δεν είναι καν κατάλληλα χαρτογραφημένα. Οι χρηματικοί πόροι είναι περιορισμένοι. Και πιο κρίσιμα, το ανθρώπινο δυναμικό είναι συνεχώς μειούμενο, με τους λίγους ειδικούς που γνώριζαν εμπειρικά το τοπικό δίκτυο να βγαίνουν εκτός σταδιακά.