Ίσως, η επέτειος έπρεπε να συνεορτάζεται με την πανήγυρη των Κωνσταντίνου και Ελένης. Αμφότεροι κηρύχθηκαν άγιοι -που δεν ήσαν -ο μεν για την θεμελίωση της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, η δε για την αποκάλυψη του σταυρού, συμβόλου Ελληνισμού.
Από μόνη της, η Άλωση είναι σημείο καμπής του Ελληνισμού και παλινοστήσεως του αρχαίου πνεύματος της αντιστάσεως της Ελληνικής φυλής. Ο Κων/ος Παλαιολόγος ΙΑ΄ Δραγάσης (*), στην πρόταση του Μωάμεθ να παραδοθή και να «σωθή», απάντησε: «Επειδή αποφάσισες τον πόλεμο και ούτε δια συμφωνιών ούτε με συνδιαλλαγή πείθεσαι, να μεταβάλης γνώμη, πράξε ό,τι θέλεις. Το κατ’ εμέ καταφεύγω προς τον Θεόν. Έχοντας κλείσει τις πύλες της Πόλεως θέλω φυλάξει αυτήν το κατά δύναμην. Συ δε άρχε καταδυναστεύων έως ού ο δίκαιος κριτής αποδώσει σέ καθένα από τους δύο μας, την δικαίαν απόφασιν».
Τόσον επίκαιρα τα λόγια αυτά του Έλληνος ηγέτου αλλά η μοίρα της βασιλεύουσας είχε προδιαγραφεί αφ’ ότου οι Φράγκοι την είχαν καταλάβει, δυώσει και πυρπολήσει το 1204.
Εν τούτοις, για τον Ελληνισμό η Άλωσις ήταν λύτρωση. Τον απήλλαξε από τα αμαρτήματα του Βυζαντίου και τα λάθη του. Εν μια νυκτί, ο λαός από εξουσιαστής έγινε δούλος αλλ’ η νέα κατάσταση τον έμαθε να στηρίζεται στις ίδιες του δυνάμεις –κι όχι σε φρούδες συμμαχίες ή στην εκμετάλλευση άλλων. Ανέπτυξε τις δεξιότητες του, τον ατομισμό και το παλαιόν αίτημα της δημοκρατικής Ελευθερίας.
Οι φοβερές δοκιμασίες του νέου Ελληνισμού στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας επέτρεψαν την αναδιοργάνωση της κοινωνίας .Η αποδημία Χρυσολωρά, Βησσαρίωνος, Ιωάννη Αργυρόπουλου, Λάσκαρη στην Βενετία, Τεργέστη, Βιέννη, διεφύλαξε τον σπόρον της ελευθερίας που εκάρπισε τον 19ον αιώνα εις πείσμα της ολιγαρχικής Ευρώπης.
Ο πρώτος μετά την Άλωση πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος απέκτησε πολιτική εξουσία, με βεράτιον του σουλτάνου, να διευθετεί τις αστικές υποθέσεις και να προστατεύει όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας , μεταξύ των οποίων Βουλγάρους, Σέρβους, Αλβανούς χριστιανούς, Σύρους με εξαίρεση τους Αρμενίους που έχουν τον ιδικό τους πατριάρχη..
Οι σχέσεις του Έλληνος Εθνάρχου-Πατριάρχου με την Ρωσσίαν υπήρξαν στενές και απέτρεψαν την απόπειρα καθυποτάξεως της Ρωσσικής Εκκλησίας υπό των Καθολικών και αργότερα των Προτεσταντών. Επί Πατριάρχου Κυρίλλου Λασκάρεως οι σχέσεις αυτές κορυφώθηκαν αλλά δυστυχώς σήμερα φθίνουν.
Σε μία αυτοκρατορία όπως η Οθωμανική που δεν υπήρχε κρατική μέριμνα για την παιδεία του λαού, τον ρόλον αυτόν ανέλαβε η Εκκλησία για τους Ελληνορθοδόξους. Παράλληλα με την εκπαίδευση, ο κλήρος υπεστήριξε το κοινοτικό σύστημα, ευλόγησε την οικονομική ευμάρεια και καλλιέργησε το εθνικό πνεύμα .Στα οποία εβασίσθη η Επανάσταση του 1821.
Η ναυτική επίδοση των Βυζαντινών προϋπήρχε αλλά μετά την Άλωση εξελίχθη σ’ ένα Ελληνικό ολιγοπώλιον στην Ανατολή από τους εμπορικούς στόλους της Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών, Κάσου, Γαλαξιδίου.
Οι Ελληνικοί στόλοι (πλοιοκτήτες, πλοίαρχοι και «τσούρμο» (πλήρωμα) εκμεταλλεύοντο την Ρωσσική σημαία. Όταν, μάλιστα, η Υψηλή Πύλη τους πρότεινε να υψώσουν την Οσμανική σημαία , με πολλά πρόνομια, οι δημογέροντες της Ύδρας απάντησαν ότι αδυνατούν να το πράξουν γιατί τα 150 καράβια τους ανήκουν στην… Ρωσσία!
Το σιτεμπόριο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν στα χέρια των Ελλήνων με την συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) αλλά μετά τον Αγγλικό αποκλεισμό της Γαλλίας, το εμπόριο εξελίχθη σε λαθρεμπόριο κανονιών με μεγάλα κέρδη που έγιναν το πρώτον ταμείο του επαναστατικού αγώνος.
Μπορεί λοιπόν να λεχθή αβιάστως ότι η Άλωσις έγινε αναπάντεχα το εκκολαπτήριον της αναγεννήσεως του συγχρόνου Ελληνισμού κι αυτός είναι ένας λόγος που πρέπει να μνημονεύεται όχι σαν ήττα αλλά ως νίκη της επιβίωσης του Ελληνικού γένους.
(*) γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Από του στόματος του λαού εισεχώρησε εις συγγραφάς μεταγενεστέρων λογίων …επελέγετο και Δράκος δια την πολεμικήν του ανδρείαν».