που περιλαμβάνει εκπροσώπους από κράτη μέλη της ΕΕ, περιφέρειες και διάφορες ομάδες ενδιαφερομένων σε όλη την αλυσίδα τροφίμων της ΕΕ.
Τα ευρήματα της προηγούμενης έρευνας, που διεξήχθη το δεύτερο εξάμηνο του 2023, ανέδειξαν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τις εξαρτήσεις από τις εισαγωγές, τη συμφόρηση στις μεταφορές, τη μεταβλητότητα της αγοράς και το υψηλό κόστος των εισροών ως τις πιο συμαντικές ανησυχίες όσον αφορά την επισιτιστική ασφάλεια.
Αυτή η τελευταία αξιολόγηση αποκαλύπτει ότι παρόμοιες ανησυχίες εξακολουθούν να υφίστανται και το 2024.
Ωστόσο, αυτή τη φορά, οι ειδικοί που εργάζονται για τις εθνικές δημόσιες διοικήσεις των χωρών της ΕΕ μοιράστηκαν εντονότερες ανησυχίες για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, το υψηλό κόστος εισροών και τις τιμές των βασικών προϊόντων.
Με τη σειρά τους, οι ενδιαφερόμενοι φορείς της βιομηχανίας υπογράμμισαν τον γενικό κίνδυνο που εγκυμονούν οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες για την παραγωγή τροφίμων και τόνισαν τις προκλήσεις σχετικά με τις μεταφορές, ιδίως όταν η ξηρασία επηρεάζει την ικανότητα χρήσης των εσωτερικών πλωτών οδών λόγω της χαμηλής στάθμης των υδάτων.
Συμπιεσμένα κέρδη
Παρά τα ιστορικά υψηλά ρεκόρ των τιμών το 2022 και το 2023, οι τιμές ορισμένων προϊόντων διατροφής έχουν αρχίσει ήδη να μειώνονται, επηρεάζοντας τα περιθώρια κέρδους των γεωργών, καθώς συνεχίζουν ναν παλεύουν με το υψηλό κόστος εισροών.
Η ομάδα εμπειρογνωμόνων σημείωσε ότι η τάση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει τους αγρότες να επιλέξουν πιο κερδοφόρες καλλιέργειες, μειώνοντας ενδεχομένως τη συνολική γεωργική παραγωγή ή ακόμη και ωθώντας ορισμένους να εγκαταλείψουν τον τομέα.
«Όλα αυτά τα στοιχεία, σε συνδυασμό με μια ακόμη μακρά περίοδο μέχρι τη συγκομιδή με πιθανές αρνητικές καιρικές εξελίξεις, θα μπορούσαν να επηρεάσουν την προσφορά τροφίμων το 2024», αναφέρεται στην έκθεση.
Παράλληλα, η έκθεση υπογραμμίζει τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού τροφίμων κάτω από το 5% στις αρχές του 2024 και επισημαίνει μια μικρή μείωση των λιανικών τιμών των τροφίμων.
Σημειώνει επίσης ότι αυτές οι μειώσεις των τιμών δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί σε κάποιου είδους ανακούφιση για τους καταναλωτές, ιδίως για εκείνους που ανήκουν σε ομάδες χαμηλού εισοδήματος.
Η έκθεση υπογραμμίζει, επιπλέον, ότι κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του πληθωρισμού το 2022, το 8,3% των πολιτών της ΕΕ δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή μια χορτοφαγική εναλλακτική λύση κάθε δεύτερη ημέρα. Για τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 20%.
Η αδυναμία των νοικοκυριών με μέσο εισόδημα να αντέξουν οικονομικά γεύματα με ζωικές ή φυτικές πρωτεΐνες ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και κυμαίνεται από 1,4% στην Ιρλανδία έως 22,1% στη Ρουμανία.
euractiv.gr