Στα 111,07 ευρώ/MWh διαμορφώνεται σήμερα, Πέμπτη 18 Μαΐου η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς, της Αγοράς Επόμενης Ημέρας, με ποσοστιαία υποχώρηση 6% από το κλείσιμο της Τετάρτης. Στα μερίδια των καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα κυριαρχεί το φυσικό αέριο με 33,9% και έπονται οι ΑΠΕ με 32,5%, οι εισαγωγές μ 22,4%, ο λιγνίτης με 4%, και τα υδροηλεκτρικά με 2,8%

Ακόμη, οι εξαγωγές ανήλθαν στις 3,344 MWh και οι εισαγωγές στις 27,732 MWh. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, η Φινλανδία παραμένει μακράν η φθηνότερη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χάρη, κυρίως, στην αυξημένη χρήση της πυρηνικής ενέργειας, με τη χονδρική τιμή του ρεύματος να είναι μόλις 4,17 ευρώ/MWh, με τις αγορές της Σουηδίας και της Νορβηγίας να ακολουθούν με 31,33 ευρώ/MWh και 49,9 ευρώ/MWh αντίστοιχα ενώ στην Νότια Ευρώπη, οι μόνες χώρες που κινούνται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα χονδρικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, παραμένουν η Ισπανία με την Πορτογαλία (51,76 ευρώ/MWh).  

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που έληξε στις 14 Μαΐου, οι ευρωπαϊκές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας ακολούθησαν ανοδική τάση λόγω της μείωσης της προσφοράς αιολικής ενέργειας σε ολόκληρη την περιοχή, καθώς και της χαμηλότερης παραγωγής ηλιακής ενέργειας στην Γερμανία, όπως και της ελαφρώς υψηλότερης ζήτησης. Ειδικότερα στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στα χρηματιστήρια αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου επταήμερου του μήνα που διανύουμε, επηρεασμένη από τις μέτριες έως χαμηλές θερμοκρασίες που επικράτησαν, με αποτέλεσμα όλες οι αγορές να καταγράουν κέρδη. Σύμφωνα με την τελευταία ανάλυση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου του ΙΕΝΕ, η Ελλάδα κατέγραψε την υψηλότερη εβδομαδιαία αύξηση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά 11,69%, και ακολουθούθησε η Σερβία, (8,45%). Ιταλία και Ουγγαρία κατέγραψαν μέτριες αυξήσεις τιμών του ρεύματος, της τάξης του 5,5% σε σύγκριση με την πρώτη εβδομάδα του μήνα.

(Ευρωπαϊκός Χάρτης Τιμών Ηλεκτρισμού της Αγοράς Επόμενης Ημέρας. Πηγή: ΡΑΕ)

Ακόμη, οι εβδομαδιαίες μέσες τιμές spot ηλεκτρικής ενέργειας στην Κεντρική Ευρώπη ακολούθησαν ανοδική τάση στις περισσότερες αγορές κατά το δεύτερο επταήμερο του Μαΐου, λόγω της μειωμένης προσφοράς αιολικής ενέργειας, αν και το ύψος τους παρέμεινε κάτω από τα 100 ευρώ /MWh, καθώς ο ήπιος καιρός συγκράτησε τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Πιο αναλυτικά, όλες οι αγορές χονδρικής ηλεκτρισμού στην Κεντρική Ευρώπη, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, παρουσίασαν μέτρια αύξηση των τιμών. Η Γαλλία ήταν η χώρα με τη χαμηλότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας (91,38 ευρώ/MWh), αν και με αύξηση 1,16% από την πρώτη εβδομάδα του μήνα, παρά το γεγονός ότι η διαθεσιμότητα των πυρηνικών σταθμών της χώρας παρέμεινε αμετάβλητη, στο 64% της συνολικής ισχύος τους. Την Γαλλία ακολούθησαν οι Κάτω Χώρες, όπου η εβδομαδιαία τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε στα 93,60 ευρώ/MWh, μειωμένη κατά 1,38% σε σχέση με την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου. Αντίθετη τροχιά ακολούθησε η εβδομαδιαία χονδρική τιμή του ρεύματος στην Γερμανία καθώς ανήλθε στα 95,13 ευρώ/MWh. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η εγχώρια παραγωγή αιολικής ενέργειας μειώθηκε κατά 6,6 GW  την Πέμπτη, 11 Μαΐου, ενώ η προσφορά ηλιακής ενέργειας μειώθηκε κατά 510 MW στα 6,6 GW την ίδια ημέρα. Επιπλέον, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 610 MW σε ημερήσια βάση, στα 57,7 GW.

Η Κεντρική Ευρώπη, ήταν για ακόμη μια φορά η ακριβότερη περιοχή, με τις εβδομαδιαίες μέσες αυξήσεις των τιμών spot της ηλεκτρικής ενέργειας, να ανέρχονται πάνω από τα 100 ευρώ/MWh. Η Ελλάδα ήταν μακράν η πιο ακριβή χώρα στην Ευρώπη με 122,86 ευρώ/MWh, καταγράφοντας αύξηση της χονδρικής τιμής ηλεκτρισμού κατά 11,69%, για να ακολουθήσει η Ιταλία, με αύξηση της τιμής κατά 5,37% σε σύγκριση με το πρώτο επταήμερο του μήνα και μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στα 119,36 ευρώ/MWh.

Ακόμη, κατά τη δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε κατά 6,93%, και ανήλθε συνολικά σε 14972,49 GWh, σε όλες τις αγορές της ΝΑ Ευρώπης, σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη, καθώς συνεχίστηκαν οι ψυχρές καιρικές συνθήκες για αυτή την περίοδο της άνοιξης. Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία και η Σερβία σημείωσαν τη μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά 10,41% και 8,20% αντίστοιχα, και ακολούθησαν οι Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρουμανία με αυξήσεις 6,45%, 5,89% και 4,81% αντίστοιχα. Στην χώρα μας η αύξηση της ζήτησης περιορίστηκε στο 2,76%, ή 811,67 GWh, λόγω ακριβώς των ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών που επικράτησαν, με τους μετεωρολόγους να προβλέπουν τη διατήρησή τους έως το τέλος του μήνα.

Η παραγωγή από μεταβλητές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη ΝΑ Ευρώπη υποχώρησε, κατά -10,0% και έφτασε τις 2317,45 GWh, σε σχέση με την πρώτη εβδομάδα του Μαΐου, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη χαμηλότερη προσφορά αιολικής ενέργειας και σε μικρότερο βαθμό στη χαμηλότερη απόδοση της ηλιακής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, η αιολική παραγωγή σε ολόκληρη την περιοχή μειώθηκε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που έληξε στις 14 Μαΐου, κατά -12,4% και ανήλθε σε 1333,43 GWh, ενώ όλες οι χώρες, πλην Ουγγαρίας και Σερβίας, παρουσίασαν απώλειες στην παραγωγή αιολικής ενέργειας, κατά μέσον όρο -22,0%. Η Ρουμανία και η Ελλάδα ήταν οι αγορές με τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση της αιολικής παραγωγής σε σύγκριση με το πρώτο επταήμερο του μήνα, (-47,5% και -30,4% ή 57,66 GWh και 148,49 GWh αντίστοιχα). Αντίθετα, Σερβία και Ουγγαρία εμφάνισαν αυξημένη αιολική παραγωγή κατά 115,7% και 65,1% αντίστοιχα.

Εν τω μεταξύ, η ηλιακή παραγωγή στην ίδια περιοχή μειώθηκε κατά -6,7% και ανήλθε συνολικά σε 984,02 GWh, γεγονός που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή νέφωση που επικράτησε καθόλη τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας. Όλες οι αγορές της ΝΑ Ευρώπης, εκτός της Ελλάδας, σημείωσαν απώλειες, με την Κροατία και την Ουγγαρία να παρουσιάζουν μείωση ηλιακής παραγωγής κατά -31,7% και -22,4% αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταβλητή παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της Ελλάδας μειώθηκε κατακόρυφα κατά το δεύτερο επταήμερο του μήνα, κατά -30,40%, για να ανέλθει σε 271,67 GWh, κυρίως εξαιτίας της χαμηλότερης ηλιακής παραγωγής λόγω της υψηλής νέφωσης πάνω από τη χώρα.

Επίσης, τα υψηλά ποσοστά βροχοπτώσεων είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας κατά την προηγούμενη εβδομάδα. Συνολικά, η περιοχή της ΝΑ Ευρώπης παρουσίασε αύξηση της απόδοσης υδροηλεκτρικής ενέργειας κατά 8,11%, που ανήλθε στις 3343,93 GWh.

Κατά το δεύτερο επταήμερο του μήνα καταγράφηκε αύξηση της παραγωγής θερμικής ενέργειας, κυρίως λόγω της υψηλότερης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη & άνθρακα μειώθηκε σε μικρότερη κλίμακα. Κατά συνέπεια, στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης σημειώθηκε αύξηση της θερμικής ηλεκτροπαραγωγής, κατά 10,56%, στις 5837,64 GWh, με την οποία αντισταθμίστηκαν οι απώλειες της παραγωγής από ΑΠΕ.

Η παραγωγή θερμικής ενέργειας αναλύεται σε μια αύξηση 5,08% στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα (2520,82 GWh) και σε μια αύξηση 15,31% στην παραγωγή με καύση φυσικού αερίου (3316,82 GWh). Στην Ελλάδα η παραγωγή από άνθρακα και φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 11,18% και 34,58% αντίστοιχα, λόγω της χαμηλότερης απόδοσης των ΑΠΕ.

Όσον αφορά στο διασυνοριακό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας, οι καθαρές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας ήταν υψηλότερες κατά 28,51% σε ολόκληρη την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης κατά την περασμένη εβδομάδα, και αντιστοιχούσαν σε συνολικά, 1498,91 GWh, γεγονός που αποδίδεται, κυρίως, στην υψηλότερη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και στη χαμηλότερη παραγωγή από ΑΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από την περιοχή της ΝΑ Ευρώπης υποχώρησαν κατά -58,2% και ανήλθαν σε 98,93 GWh. Η Βουλγαρία και η Ουγγαρία είδαν τις καθαρές εισαγωγές τους να αυξάνονται κατά 120,17% και 53,17%, ενώ η Τουρκία, η Ιταλία και η Ελλάδα είδαν χαμηλότερες ποσοστιαίες αυξήσεις των καθαρών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από εβδομάδα σε εβδομάδα κατά 9,66%, 3,45% και 2,86% αντίστοιχα.

«Βουτιά» τιμών στο φυσικό αέριο

Οι τιμές του φυσικού αερίου συνέχισαν να υποχωρούν και την Παρασκευή, 12 Μαΐου, είχαν καταγράψει τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία πτώση τους από το 2020, καθώς η ζήτηση παραμένει υποτονική, ακόμη και παρά το γεγονός ότι το ορυκτό καύσιμο γίνεται όλο και πιο οικονομικό από τον άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τιμές των futures στον ολλανδικό κόμβο TTF καταγράφουν απώλειες για έξι συνεχόμενες εβδομάδες, με αποτέλεσμα η πτώση τους να ανέρχεται πάνω από 55% σε ετήσια βάση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα, Πέμπτη 18/5, η τιμή του φυσικού αερίου για παραδόσεις Ιουνίου, στο TTF, υποχωρεί στα επίπεδα των 31,200 ευρώ/MWh και κινείται κατά τι υψηλότερα από τα χαμηλά της τελευταίας πενταετίας –βλέπε γράφημα

(Διακύμανση τιμών φυσικού αερίου, στην πλατφόρμα TTF, 2019-2023. Πηγή: Barchart.com)

Ενώ το φθηνότερο φυσικό αέριο διανοίγει προοπτικές για μεγαλύτερη στροφή χρήσης του στην ηλεκτροπαραγωγή, σε σύγκριση με τον άνθρακα, εν τούτοις, η κατανάλωση παραμένει υποτονική καθώς η ΝΑ Ευρώπη ανακάμπτει από τα περσινά εξωφρενικά επίπεδα των τιμών της ενέργειας.

Εν τω μεταξύ, στις 10 Μαΐου, οι χώροι αποθήκευσης σε ολόκληρη την ΕΕ διέθεταν πληρότητα κατά 62,48%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Gas Infrastructure Europe, με την τροφοδοσία των ευρωπαϊκών τερματικών σταθμών με LNG να παραμένει ισχυρή, καθώς η αναμενόμενη ανάκαμψη της ζήτησης από την βορειοανατολική Ασία δεν έχει ακόμη γίνει αισθητή, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση περισσότερων φορτίων για την Γηραιά ήπειρο. Οι συνολικές αποστολές LNG προς τις ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, ανέρχονταν σε 5,1 TWh/d στο διάστημα 1 Απριλίου-9 Μαΐου, και ξεπερνούσε κατά πολύ τον μέσο όρο της τελευταίας τριετίας, των 3,9 TWh/d.

Οι χαμηλότερες τιμές του φυσικού αερίου έχουν αρχίσει να οδηγούν σε αυξημένη στροφή από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο, αλλά η ζήτηση είναι ωστόσο συγκρατημένη με χαμηλή οικιακή κατανάλωση. Τα υψηλά αποθέματα και οι ισχυρές ροές υγροποιημένου φυσικού αερίου μείωσαν τις ανησυχίες σχετικά με την καθυστέρηση των εγχύσεων λόγω των διακοπών σε ορισμένες εγκαταστάσεις στη Νορβηγία και τη Δανία.

Το καθοδικό σπιράλ των τιμών του φυσικού αερίου δημιουργεί προσδοκίες για αποκατάσταση της ομαλότητας στην αγορά αλλά και αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που αποτελεί κεντρικό πρόβλημα για την αγορά της Ελλάδας αλλά και για το σύνολο της Ευρώπης.