H απαράδεκτη και καταδικαστέα Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέδειξε – για μία ακόμη φορά –την αδράνεια των ευρωπαϊκών θεσμών και την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καθορίσει ολοκληρωμένες πολιτικές και να αντιμετωπίσει μια παγκόσμια κρίση δίπλα της. Ακόμα και σήμερα, ένα χρόνο μετά την εισβολή

παρατηρείται μία πρωτοφανής αδυναμία τόσο της Ένωσης όσο και των κρατών-μελών να παρέμβουν διπλωματικά με στόχο την ειρήνη και την προστασία της ζωής αλλά και της ασφάλειας στην περιοχή.

Αντίστοιχη αδυναμία παρατηρήθηκε και σε ό,τι αφορά την ενεργειακή κρίση, με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να παρατηρούν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τις τιμές των ενεργειακών πόρων να εκτοξεύονται, τους πολίτες να δοκιμάζονται από την τρομακτική πίεση του πληθωρισμού και τις ενεργειακές εταιρείες να σωρεύουν υπερκέρδη εις βάρος των νοικοκυριών και της πραγματικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ενωσιακή ενεργειακή αγορά δεν διέθετε επαρκείς μηχανισμούς αποτροπής και ελέγχου των υπερκερδών, για τα οποία τέθηκε βάση ανάκτησης μόλις τον Οκτώβριο του 2022. Επίσης, μόλις σήμερα, ένα χρόνο μετά, ξεκινά αναιμικά η συζήτηση για πιθανές μόνιμες μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Σε επίπεδο ενεργειακού σχεδιασμού κύρια ευρωπαϊκή επιλογή υπήρξε η αλλαγή ενεργειακού παρόχου για ορυκτά καύσιμα, δηλαδή η αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου με υγροποιημένο φυσικό αέριο, από χώρες εκτός ΕΕ. Μία επιλογή ενεργειακής ανασφάλειας που κρατά εξαρτημένη και ευάλωτη την Ευρώπη σε μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις, που συνδέεται με λίγα οικονομικά συμφέροντα και απαιτεί υποδομές ασύμβατες με το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Ενώ από την άλλη η ενεργειακή ανασφάλεια οδηγεί σε πιέσεις υποχώρησης της προστασίας της βιοποικιλότητας έναντι της επιτάχυνσης των ΑΠΕ.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το Φεβρουάριο του 2022 βρήκε την Ελλάδα ήδη σε ενεργειακή κρίση. Η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, ήδη από το Σεπτέμβριο του 2019, η έναρξη λειτουργίας του target model το Νοέμβριο του 2020 χωρίς ρύθμιση και έλεγχο και χωρίς διμερή και προθεσμιακά συμβόλαια που θα προστάτευαν εν μέρει τους καταναλωτές από τις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς, είχαν ήδη επιβαρύνει σημαντικά την ενεργειακή αγορά και τους καταναλωτές.

Η ΡΑΕ την περίοδο Νοέμβριος 2020-Φεβρουάριος 2021 κατέγραψε υπερκέρδη 67 εκατ. ευρώ από τη λειτουργία της αγοράς εξισορρόπησης, ποσό που σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς ξεπέρασε τα 100 εκατ. ευρώ και τα οποία δεν ανακτήθηκαν ποτέ για να επιστραφούν στους καταναλωτές. Τον Ιούλιο του 2021, 8 μήνες πριν από την ουκρανική κρίση, ξεκίνησε το ράλι τιμών και η αισχροκέρδεια στη χονδρεμπορική αγορά ενώ παράλληλα, η εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής από τη ΔΕΗ, τον Αύγουστο του 2021 μετακύλισε εξολοκλήρου το ολοένα και αυξανόμενο κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς στη λιανική. Όλα αυτά αντανακλούν τη στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης να αφήσει ανεξέλεγκτα τα υπερκέρδη των ηλεκτροπαραγωγών.

Συνολικά, το δωδεκάμηνο Ιούλιος 2021-Ιούνιος 2022, και με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΡΑΕ και του ΑΔΜΗΕ, οι λίγες εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής υπολογίζεται ότι σώρευσαν, εν μέσω κρίσης, υπερκέρδη της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ, από τα οποία φορολογήθηκαν κατά τα λεγόμενα της κυβέρνησης μόλις 415 εκατ. ευρώ. Και επιπλέον η τελική έκθεση της ΡΑΕ για τον υπολογισμό των υπερκερδών των ηλεκτροπαραγωγών έχει κρατηθεί με επιλογή του ΥΠΕΝ κρυφή από τη Βουλή!

Με τη δήθεν κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής, η αισχροκέρδεια της χονδρεμπορικής μεταφέρθηκε στη λιανική αγορά, με τις εταιρείες προμήθειας να υπερεκτιμούν, εν μέσω μεταβλητότητας και αστάθειας, τα τιμολόγια ρεύματος. Μόνο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2022 εκτιμάται ότι σωρεύθηκαν υπερκέρδη της τάξης του 1 δισ. ευρώ, με τη φορολόγησή τους να μετατίθεται, απ’ ότι φαίνεται στην επόμενη κυβέρνηση.

Δεν είναι όμως μόνο οι εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής που παρουσίασαν εκπληκτική κερδοφορία εν μέσω κρίσης. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της ΔΕΠΑ Εμπορίας το 2021, που σημείωσε 10πλάσια κέρδη, αλλά και στα δύο διυλιστήρια της χώρας, όπου εκτιμώνται υπερκέρδη της τάξης των 2,6 δισ. ευρώ μόνο για το 2022. Η φορολόγησή των υπερκερδών αυτών μετατέθηκε για τον Ιούνιο του 2023, δηλαδή με την επόμενη κυβέρνηση, αλλά ορίζοντας τον ελάχιστο συντελεστή που καθορίζει η ΈΕ και με εξαίρεση πιθανών υπερκερδών για το 2023.

Προφανώς δεν πρόκειται για «ατύχημα» ούτε για «παράβλεψη» εκ μέρους της κυβέρνησης αλλά για μία συνειδητή πολιτική επιλογή: η Πολιτεία και οι μηχανισμοί ελέγχου που η Πολιτεία οφείλει να λειτουργεί υποχωρούν για να δώσουν χώρο σε λίγους να σωρεύσουν κέρδη εις βάρος των πολλών, της κοινωνίας και του συνόλου της οικονομίας της χώρας.

Εξάλλου, η ίδια επιλογή της υποχώρησης των δημόσιων πολιτικών και κυριαρχεί σε όλες τις ενεργειακές επιλογές των τελευταίων τριάμισι ετών: η εξαγγελία της «fake» απολιγνιτοποίησης που έδωσε χώρο σε ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου που θησαύρισαν στην ενεργειακή κρίση, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ Υποδομών και του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, η απώλεια της πλειοψηφίας του Δημοσίου στο ΔΣ των ΕΛΠΕ, η μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου στη ΔΕΗ, η οποία λειτουργεί πλέον μόνο προς όφελος των μετόχων της και των γαλάζιων παιδιών, το φωτογραφικό μοίρασμα του ηλεκτρικού χώρου με ρουσφέτια ακόμα και σε Υπουργικές Αποφάσεις, αλλά και η πλήρης αποτυχία των προγραμμάτων ενεργειακής εξοικονόμησης και αναβάθμισης και ο αποκλεισμός των ενεργειακών κοινοτήτων, όλα αποδεικνύουν το πραγματικό πρόσημο που αποδίδει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην πράσινη μετάβαση: υπεραξίες και υπερκέρδη για λίγους, υψηλές τιμές και πενιχρές επιδοτήσεις για τους υπόλοιπους και αποκλεισμός της κοινωνίας και της οικονομίας από το αγαθό της ενέργειας.

Η πράσινη μετάβαση χρειάζεται όμως πρωτίστως δικαιοσύνη: ένα διαφορετικό μοντέλο διαμοιρασμού του οφέλους στην κοινωνία, με ισχυρή Πολιτεία, πρόσβαση όλων στο αγαθό της ενέργειας, με αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας και με ορθά κίνητρα για τον παραγωγικό μετασχηματισμό όλης της οικονομίας.

Η Πολιτεία, η οποία έχει μετατραπεί σε «γκουπιέρη συμφερόντων» με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, οφείλει να εγγυηθεί αυτή τη δικαιοσύνη, και σε σχέση με τη διάχυση των σημαντικών χρηματοδοτήσεων που έχει ακόμη στη διάθεσή της η χώρα μας με το Ταμείο Ανάκαμψης και με το ΕΣΠΑ αλλά και σε σχέση με τη λειτουργία και τον έλεγχο της αγοράς σε όλα τα επίπεδα.

Η προοδευτική διακυβέρνηση την οποία προτείνει και διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρωτίστως θα διασφαλίσει ακριβώς αυτό: ισχυρή Πολιτεία, ορθή λειτουργία και έλεγχο της αγοράς για να τερματιστεί η αισχροκέρδεια, καθορισμός ανώτατου συντελεστή κέρδους, πλουραλισμός και διαφάνεια στην αγορά ενέργειας και δίκαιο διαμοιρασμό του κόστους και των ωφελειών από την πράσινη μετάβαση, με ξεκάθαρους κανόνες που θα ισχύουν για όλους και θα εξασφαλίζουν την πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας για όλους.

*Ο κ. Σωκράτης Φάμελλος είναι Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

(Το άρθρο περιλαμβάνεται στο ειδικό αφιέρωμα του energia.gr για τον ένα χρόνο από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία)