Η Ενέργεια παραμένει και θα παραμείνει για όλα τα επερχόμενα χρόνια υψηλής προτεραιότητας θέμα για όλες τις κυβερνήσεις. Η παρούσα ενεργειακή κρίση άρχισε πολύ πριν την Ρωσική 

εισβολή στην Ουκρανία της 24ης Φλεβάρη, σχεδόν πριν μία δεκαετία, με την μείωση των επενδύσεων στην Ε&Π Υδρογονανθράκων, με στόχο την μετάβαση σε καθαρότερες μορφές ενέργειας (Ενεργειακή Μετάβαση), η οποία όμως δεν φάνηκε άμεσα από την πτώση της ζήτησης.

Στη συνέχεια μία σειρά γεγονότων, Brexit, Covid-19  και - σαν κερασάκι στην τούρτα-- ο πόλεμος στην Ουκρανία, οδήγησαν τώρα την ενεργειακή κρίση στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας.

Κάθε γεγονός από τα προαναφερόμενα είχε τις δικές του επιπτώσεις στην ενεργειακή αγορά, όπως διακοπή των διασυνοριακών ροών, έλλειψη ζήτησης, περιορισμό Ρωσικής προσφοράς, που όλα μαζί επέφεραν σημαντικές καθυστερήσεις στο χρονοδιάγραμμα της Ενεργειακής Μετάβασης.

Ιδιαίτερη επίπτωση σε αυτό είχε το τελευταίο γεγονός του περασμένου Φεβρουαρίου, με την εισβολή της Ρωσίας στην  Ουκρανία, γιατί η απάντηση της ΕΕ στον περιορισμό του Ρωσικού φυσικού αερίου ήταν απρόσμενα ισχυρή. Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ, παρότι απροετοίμαστη, αντιμετώπισε μερικώς την απότομη πτώση  της Ρωσικής προμήθειας αερίου από εισαγωγές LNG ΗΠΑ και διαφοροποίηση των αγωγών προμήθειας από Νορβηγία και αλλού, έχει ήδη καταγράψει 10% μειωμένη ζήτηση σχετικά με το 2019 και 2021 σύμφωνα με το ΔΟΕ.

Η κλιμάκωση των εντάσεων με τη Δύση και οι εξοντωτικές οικονομικές κυρώσεις επιταχύνουν τη στροφή της Ρωσίας προς την Ανατολή. Οι πλούσιοι ενεργειακοί πόροι της Ρωσίας επιτρέπουν να αντιμετωπίζει καλύτερα την αστάθεια της αγοράς, επομένως μπορεί να θυσιάσει ορισμένα από τα εξαγωγικά της έσοδα για να στερήσει από τη Δύση τον ενεργειακό εφοδιασμό.

Η διακοπή  όμως των εξαγωγών της Ρωσίας, ως απάντηση σε κυρώσεις μεγάλης κλίμακας, έχει καταστήσει εξαιρετικά δύσκολο για την ΕΕ να διαχειριστεί τις διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Αν και η ΕΕ έχει επιταχύνει τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο, LNG, και επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για να βελτιώσει την εξάρτησή της από τη Ρωσία, τα μέτρα αυτά, άλλα προσωρινά και άλλα που θα απαιτήσουν χρόνια για να τεθούν σε ισχύ, απλά διευκολύνουν το σοκ του εφοδιασμού και τις ελλείψεις αποθεμάτων για τα επόμενα 1- 2 χρόνια.

Αυτό πιθανότατα μπορεί να αποτελέσει περαιτέρω ενεργειακή κρίση στην ΕΕ που οδηγεί σε υψηλότερους λογαριασμούς κοινής ωφελείας, διαταραχή στις βιομηχανικές δραστηριότητες, λαϊκή αποσύνδεση και ώθηση στις κυβερνήσεις να επαναφέρουν τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια ως βραχυπρόθεσμη λύση. Η μεγαλύτερη, τώρα, ανησυχία της Ευρώπης είναι οι υψηλές τιμές ενέργειας και η ασφάλεια προμήθειας.

Οι προβλέψεις για τους επόμενους 12 μήνες είναι δύσκολες, ιδιαίτερα αν η Κίνα ανακαλέσει την πολιτική zero Covid και η βιομηχανική ζήτηση απαιτήσει πρόσθετα φορτία  LNG, τότε θα υπάρξει έλλειψη προμήθειας αερίου για το 2023-24.

Η τρέχουσα ενεργειακή κρίση δοκιμάζει την ικανότητα όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και των κυβερνήσεων παγκόσμια να βρουν μία προσέγγιση ,εν μέσω επερχόμενης αστάθειας, η οποία θα εξισορροπεί την ασφάλεια  εφοδιασμού, την προσιτή τιμή ενέργειας και την βιωσιμότητα της ενεργειακής προσφοράς (Εnergy Trilemma) που θα οδηγήσει τελικά στην εύρυθμη ενεργειακή μετάβαση.

Η Ενεργειακή μετάβαση χρειάζεται $2-4 τρισ. εκατ/χρόνο για τα επόμενα 30 χρόνια και οι παρούσες συνθήκες δεν φαίνονται ευνοϊκές

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε δύσκολη θέση, όλοι οι δείκτες δείχνουν μια παρατεταμένη ύφεση που θα μπορούσε να παρεμποδίσει τις δημόσιες δαπάνες για έργα υποδομής χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Ο πληθωρισμός αυξάνει το κόστος των έργων και τα υψηλά επιτόκια καθιστούν πολύ πιο δύσκολη την εξασφάλιση του χρέους ειδικά στον Παγκόσμιο Νότο, όπου αναμένεται η ανάπτυξη πολλών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η ενεργειακή μετάβαση είναι το σημαντικότερο θέμα συζήτησης στην ενεργειακή βιομηχανία.

Η μακροπρόθεσμη τάση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές παραμένει σε ισχύ και συνεχίζει να επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της συνακόλουθης αστάθειας της τιμής του πετρελαίου -και ειδικότερα της ευρωπαϊκής τιμής του φυσικού αερίου- υπάρχουν ενδείξεις ότι ορισμένοι επενδυτές της ενεργειακής μετάβασης επανεξετάζουν την πολιτική  τους για συνεργασία με εταιρείες Υ/Α για την διασφάλιση επαρκούς εφοδιασμού.

Η ενεργειακή μετάβαση συνεχίζει να συμπεριλαμβάνει το Πετρέλαιο και κυρίως το φ.α ως βασικά μέρη του ενεργειακού μείγματος

Γενικοί διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, βλέποντας τις υψηλές αποδόσεις και αυξανόμενα μερίσματα μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών όπως η Shell, η BP και άλλων εισηγμένων εταιρειών E&Π, επιδιώκουν την συμμετοχή τους σε ορυκτά καύσιμα, ιδίως υπό το φως των πρόσφατων χαμηλών αποδόσεων που καλύπτονται από άλλες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, όπως ομόλογα και μετοχές τεχνολογίας.

Σε αυτό το πνεύμα, ένας νέος όρος -«η ενεργειακή μετάβαση χωρίς αποκλεισμούς» - έχει διαποτίσει τη συζήτηση, αναγνωρίζοντας ρητά πλέον ότι έχουμε να κάνουμε με μια μετάβαση που θα συνεχίσει να περιλαμβάνει ορυκτά καύσιμα και ιδιαίτερα φυσικό αέριο, για πολλά χρόνια ακόμα.

Μια ενδεικτική περίπτωση είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο τον Ιούλιο αναγνώρισε ρεαλιστικά την αναγκαιότητα συμπερίληψης του φυσικού αερίου στην ενεργειακή μετάβαση χαρακτηρίζοντάς την ως βιώσιμη πηγή ενέργειας.

Είναι πλέον προφανής η στροφή των μεγάλων πετρελαικών εταιρειών προς νέες ανεξερεύνητες περιοχές που είναι πλέον προσιτές με την εξέλιξη της τεχνολογίας και της ψηφιοποίησης.  

Η βιομηχανία του upstream πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι η μόνη πηγή χρηματοδότησης για την Ενεργειακή Μετάβαση

H παρούσα ενεργειακή κρίση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις χώρες που έχουν υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας για την επανεξέταση της πολιτικής τους για την διερεύνηση εγχώριων πηγών ενέργειας με σκοπό την διασφάλιση προμήθειας και αστάθειας τιμών ενέργειας.

Η ΝΑ Μεσόγειος σφύζει σήμερα από μεγάλους επενδυτές πετρελαίου και φ.α που καλούνται από τις γύρω περιοχές Αίγυπτος, Κύπρος, Ισραήλ ,Λίβανος  για τη ανακάλυψη και παραγωγή πετρελαίου και ειδικότερα φυσικού αερίου προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και την απεξάρτηση από εισαγωγές.

Οι τάσεις όμως αυτές για διασφάλιση εγχώριων πηγών ενέργειας και ειδικότερα φυσικού αερίου με στόχο την ενεργειακή ασφάλεια και την αποφυγή  αστάθειας των τιμών ενέργειας , δεν φαίνεται να απασχολούν τους αρμόδιους διαχειριστές της Ελληνικής Οικονομίας. Η διαφαινόμενη επιδίωξη είναι  απλά  επενδύσεις σε  εγκαταστάσεις πυλών εισόδου εισαγόμενου φυσικού αερίου, ενώ συγχρόνως αναφερόμαστε σε  εφαρμογές τεχνολογίας που θα ήταν εφικτές μόνο με εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου, και σε επενδύσεις offshore ανεμογεννητριών χωρίς να υπάρχει ακόμη ολοκληρωμένη σχετική νομοθεσία.

Πρέπει να εξερευνήσουμε, να εξορύξουμε και να αναπτύξουμε τα αποθέματά μας πετρελαίου και φυσικού αερίου, να δημιουργήσουμε εξειδίκευση, να παράγουμε πλούτο και φορολογικά έσοδα για τη χώρα μας και να προσφέρουμε περισσότερη ενεργειακή ασφάλεια.

*Η κα. Τερέζα Φωκιανού είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, Flow Energy, Εταίρος του ΙΕΝΕ και Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Upstream του ΙΕΝΕ