Oρατή είναι πλέον μία νέα κρίση χρέους στην Ευρωζώνη ,ικανή ακόμα και  να κλυδωνίσει τα ευρωπαϊκά θεμέλια , μέσα σε ένα δυστοπικό  περιβάλλον που δημιουργείται από το υψηλό χρέος,τη διαρκή άνοδο των επιτοκίων και την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Οι αυξημένες τιμές τροφίμων, ενέργειας και λιπασμάτων, έχουν ήδη καταστροφικές επιπτώσεις

ενώ η αύξηση των επιτοκίων και το ισχυρό δολάριο επιδεινώνουν τις δημοσιονομικές πιέσεις  πυροδοτούν  σενάρια ακόμα και για μια νέα κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. 

Με τον πληθωρισμό να καταγράφει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, τις αποδόσεις των  ομολόγων να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση,  το κόστος δανεισμού να εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη και την ενεργειακή παράμετρο  να απειλεί  να ισοπεδώσει την ανάπτυξη στην EE,  οδηγώντας σε ύφεση τις οικονομίες ,ίσως να μην είναι πολύ μακριά όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές μια νέα κρίση ακόμη χειρότερη από αυτή που βιώσαμε την προηγούμενη δεκαετία. Ο κίνδυνος καθίσταται πιο απειλητικός για τις χώρες με υψηλό χρέος αφού οι  κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης βρίσκονται αντιμέτωπα με επιτοκιακές αυξήσεις και ανεξέλεγκτες πληθωριστικές πιέσεις που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τη βιωσιμότητα του χρέους τους. Η ΕΚΤ έχει μπροστά της μία εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση. Από τη μία θέλει να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό (και έχει ξεκαθαρίσει πως αυτή είναι η κορυφαία προτεραιότητά της)Από την άλλη πρέπει να ανακόψει τον κατήφορο του ευρώ. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να κλείσει την επιτοκιακή ψαλίδα με τη Fed, δηλαδή να προβεί σε δραστικές αυξήσεις επιτοκίων. Με τον τρόπο αυτό όμως κινδυνεύει να ρίξει την οικονομία σε ύφεση αυξάνοντας το κόστος δανεισμού των κρατών, επαναφέροντας στο προσκήνιο τα εφιαλτικά σενάρια για νέα κρίση χρέους.

Η Ιταλία στο «κάδρο» 

Η αλήθεια είναι ότι και η πρώτη κρίση χρέους,ήλθε μετά από μία  από παγκόσμια κρίση. μετά τον σεισμό που είχε προκαλέσει το 2007 η κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών στις ΗΠΑ και τη διάχυση της κρίσεως στην Ευρώπη το 2008 και το 2009, η Ελλάς μετατράπηκε στον   "αδύναμο κρίκο" της Ευρώπης.Η διαφορά με την προηγούμενη δεκαετία είναι ότι η  μετατόπισις του φόβου πλέον από την Αθήνα έχει μεταφερθεί στην Ρώμη καθώς η γειτονική χώραέχει σωρεύσει χρέος 2,7 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 150% του ΑΕΠ της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.Οι ανάγκες χρηματοδοτήσεως του κρατικού ελλείμματος, αλλά και η αναχρηματοδότηση των ομολογιακών εκδόσεων που λήγουν την υποχρεώνουν να ζητήσει από τις αγορές σχεδόν 300 δισ. ευρώ έως το τέλος το 2022 και το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα το πράξει υπό τις σημερινές συνθήκες.Tην περασμένη Πέμπτη,ο δεκαετής  τίτλος της Ιταλίαςδιευρύνθη κατά 7 μονάδες βάσεως και διεμορφώθη στο 4,64%, το υψηλότερο σημείο της τελευταίας 10ετίας.  

Μπορεί η Ελλάς να εμφανίζει τον υψηλότερο λόγος χρέους προς ΑΕΠ (σχεδόν 193%), ωστόσο αυτό ανέρχεται σε 394 δισ. ευρώ, με μέση διάρκεια 20,1 έτη. Το 80% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια κρατών-πιστωτών, ενώ οι ανάγκες χρηματοδοτήσεως φέτος ανέρχονταν σε περίπου 20 δισ., εκ των οποίων τα έντοκα ήταν 12 δισ.ευρώ. Η χώρα μας  επωφελείται από την ευνοϊκή δομή του προφίλ του,  ενώ υπάρχει πάντα και το ισχυρό «μαξιλάρι ασφαλείας» των 39 δις ευρώ που παρέχει την δυνατότητα στην χώρα ακόμα και να μην βγει στις αγορές. Επίσης,ευρίσκεται  σε τροχιά αναπτύξεως , η οποία σε μέσα επίπεδα για την περίοδο 2021-2026 θα φτάνει το 3,5% με τη βοήθεια κοινοτικών πόρων ύψους 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανακάμψεως και το ΕΣΠΑ 2021-2027. «Αγκάθι» αποτελούν τα 18,5 δισ. των κρατικών εγγυήσεων για τον «Hρακλή», που η Εurostat απαιτούν να εγγραφούν στο κρατικό χρέος, εκτινάσσοντας το εκ νέου και εντελώς απροσδόκητα και βεβαίως το γεγονός ότι δεν έχει επενδυτική βαθμίδα.

Το ελληνικό χρέος θεωρείται  πιο "ασφαλές" από ό,τι αυτό της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και πολλών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Το ιταλικό χρέος ανέρχεται σε 2,3 τρισ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 151% του ΑΕΠ, με μέση διάρκεια (στις λήξεις) 7,1 έτη και με ετήσιες ανάγκες χρηματοδοτήσεως (λήξεις και αναχρηματοδοτήσεις) 346 δισ. ευρώ (για το 2022) όσο περίπουόλο το δημόσιο χρέος της Ελλάδος.  Επίσης, σχεδόν το 100% του ιταλικού χρέους ευρίσκεται στα χέρια ιδιωτών επενδυτών.Το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας,το τρίτο μεγαλύτερο στην ΕΕ αντιστοιχεί το 127% του ΑΕΠ ενώ της Ισπανίας στο 118% του ΑΕΠ.Η Γαλλία που έχει το πέμπτο υψηλότερο χρέος στην ΕΕ που αντιστοιχεί στο 113% του ΑΕΠ προγραμματίζει να δανειστεί από τις διεθνείς χρηματαγορές κατά το επόμενο έτος ποσό –μαμούθτης τάξεως των 270 δισεκατομμυρίων ευρώ, το μεγαλύτερο που έχει ποτέ δανειστεί το γαλλικό κράτος.

Στις   χώρες που, αύξησαν το χρέος τους  μεταξύ 2020 και 2021 περιλαμβάνουν τη Γερμανία (αύξηση 0,6 ποσοστιαίες μονάδες στο 69,3% του ΑΕΠ), τη Ρουμανία (αύξηση 1,6 ποσοστιαίες μονάδες στο 48,8% του ΑΕΠ), τη Βουλγαρία (αύξηση 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στο 25,1% του ΑΕΠ) και την Τσεχία (αύξηση 4,2 ποσοστιαίων μονάδων στο 41,9%).Είναι χαρακτηριστικό  ότι στην Γερμανία χρειάζονται όλο και περισσότερα δάνεια για να καλύψουν τη «μαύρη τρύπα» που προκαλεί η πανδημία στον κρατικό προϋπολογισμό.  Το ποσοστό του γερμανικού χρέους ως προς το ΑΕΠ μειώθηκε από το πρώτο τρίμηνο του 2021 έως το πρώτο τρίμηνο του 2022 μόνο κατά 1,7%, κάτι που οφείλεται αφενός μεν στο ότι το χρέος της Γερμανίας αυξήθηκε αυτό το διάστημα περισσότερο και από της Ιταλίας, και αφετέρου στην ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας μόνο κατά 3,8%. Το χρέος αναμένεται να αυξηθεί σύντομα  στο  75% του ΑΕΠ.Θα είναι όμως πάλι χαμηλό σε σχέση με την Γαλλία, το χρέος της οποίας αναμένεται να φτάσει το 115%  . Σε τελική ανάλυση, εκτιμούν οι περισσότεροι οικονομολόγοι, το κριτήριο είναι αν οι επενδυτές στις διεθνείς αγορές εξακολουθούν να έχουν εμπιστοσύνη σε εκείνον, στον οποίο δανείζουν τα χρήματά τους. Μόλις οι επενδυτές, οι αποταμιευτές, οι αγορές απωλέσουν την εμπιστοσύνη τους, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί ραγδαία.

Επιστροφή της λιτότητας;

Το αυξανόμενο κόστος δανεισμού δεν είναι κάτι νέο. Στο αποκορύφωμα της κρίσης δημόσιου χρέους, που ξεκίνησε το 2011, οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν και ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα  αναγκάστηκαν να επιβάλουν επώδυνα μέτρα λιτότητας αφού ζήτησαν προγράμματα διάσωσης. Το ερώτημα είναι εάν θα καταστεί απαραίτητη η λήψη νέων επώδυνων μέτρων ,προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια  έκτακτη  κατάστασις.Το 2023 θα είναι μία δύσκολη χρονιά. Οι εκρηκτικές τιμές ενέργειας θα ωθήσουν συνολικά τις τιμές των αγαθών υψηλότερα, περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ενώ τα αυξανόμενα επιτόκια θα θέσουν εμπόδια στις επενδύσεις. Στον αντίποδα,θα υπάρχουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που θα στηρίξουν τις οικονομίες ενώ η ΕΚΤ μπορεί να ενεργοποιήσει  το νέο εργαλείο,τον Μηχανισμό Προστασίας Μετάδοσης (Transmission Protection Mechanism), προκειμένου να στηρίξει  μια ομαλή μετάβαση μετά τη σύσφιγξη της νομισματικής της πολιτικής.