Παραμένει η δουλειά του υπουργείου Οικονομικών η πιο δύσκολη σε μια κυβέρνηση; Οχι απαραιτήτως – λένε πρώην υπουργοί Οικονομικών, συγκρίνοντας τις απαιτήσεις τότε και τώρα. Στα χρόνια μετά το 2009, στην κρίση χρέους, το μείζον πρόβλημα ήταν ο αποπληθωρισμός: οι τιμές μειώνονταν συνεχώς, κατέρρεαν οι αξίες των επιχειρήσεων, της γης, των ακινήτων και της εργασίας, μειωνόταν το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), επιδεινωνόταν η αναλογία του ΑΕΠ προς το χρέος καθώς ο αριθμητής μειωνόταν, ενώ ο παρονομαστής ή έμενε αμετάβλητος είτε αυξανόταν, και υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, βρίσκονταν στο μικροσκόπιο των αγορών (ή/και μιας τρόικας) για τον κίνδυνο χρεοκοπίας

Κεντρική γραμμή εκείνης της εποχής ήταν οι περικοπές του εισοδήματος από εργασία, οι περικοπές ονομαστικών μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, και η μείωση των δαπανών κοινωνικής πολιτικής, με πολιτικές αποφάσεις. Μεταξύ Σκύλλας (χρεοκοπία) και Χάρυβδης (λιτότητα), το υπουργείο Οικονομικών βάδιζε σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας.

Από την εμφάνιση της πανδημίας μέχρι πρόσφατα, το τοπίο μεταβάλλεται διεθνώς. Οι κεντρικές τράπεζες χρηματοδοτούν εμμέσως ή ευθέως τους κρατικούς προϋπολογισμούς, τα γνωστά λεφτόδεντρα κάνουν την εμφάνισή τους στον κόσμο και ο πληθωρισμός κάνει το διπλό «θαύμα» του: Αφενός, ανεβάζει τις αξίες των επιχειρήσεων, της γης και των ακινήτων, αυξάνει την ονομαστική αξία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και βελτιώνει την αναλογία του ΑΕΠ προς το χρέος. Πρώτο «θαύμα», ότι το χρέος φαίνεται ότι γίνεται όλο και πιο εύκολα βιώσιμο, λες και (ώς διά μαγείας) γίνεται όλο και μικρότερη η επιβάρυνση από αυτό, ως αν βαριές διαρθρωτικές αλλαγές είχαν επέλθει στην οικονομία – ενώ όλα αυτά δεν είναι παρά μια εικονική πραγματικότητα. Αλλά το μεγαλύτερο «θαύμα» του πληθωρισμού αφορά τα εισοδήματα της μισθωτής εργασίας.

Σε προηγούμενες 10ετίες υψηλού πληθωρισμού, έγιναν μεγάλες συγκρούσεις με επίδικο την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών. Στην προηγούμενη 10ετία, του παρατεταμένου αποπληθωρισμού, μεγάλες συγκρούσεις γίνονταν εξαιτίας των αποφάσεων για μειώσεις ονομαστικών μισθών και ημερομισθίων. Αυτά που χθες γίνονταν με σκληρές αποφάσεις του υπουργείου Οικονομικών, τώρα γίνονται αθόρυβα, περίπου αυτόματα. Ο πληθωρισμός φτωχαίνει τον κόσμο της μισθωτής εργασίας πρωτογενώς, διαβρώνοντας την αγοραστική δύναμη των μισθών, και δευτερογενώς, εντείνοντας την αφαίμαξή τους μέσω της έμμεσης φορολογίας – τόσο περισσότερο όσο πιο χαμηλός είναι ο μισθός, αφού ο πληθωρισμός του 12,1% γίνεται 25% ή 30% ή μεγαλύτερος για μισθούς των 700-1.200 ευρώ. Ο πληθωρισμός κάνει τη «βρώμικη δουλειά». Και το υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται να ψάχνει να βρει δημοσιονομικό χώρο για να στηρίξει τα νοικοκυριά – από πάλαι ποτέ Προκρούστης, τώρα φιλεύσπλαχνος αρωγός.

Λέτε η αντιμετώπιση της κρίσης να έχει γίνει μια τόσο απλή δουλειά; Οτι αρκεί να μοιράζεις οριζόντιες ενισχύσεις με λεφτά από δημόσιο δανεισμό ή από την υπεραπόδοση της έμμεσης φορολογίας λόγω πληθωρισμού, να λαμβάνεις κάποια (εκ των πραγμάτων, περιορισμένα) μέτρα ανακούφισης για να μην οδηγηθούν τα πράγματα σε κοινωνική έκρηξη και, κατά τα λοιπά, να αφήνεις τον πληθωρισμό να κάνει την αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος της μισθωτής εργασίας, μήπως ενισχυθεί η ανάκαμψη των κερδών και, μαζί, σταθεροποιηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας; Ή μήπως αποδειχτεί ότι η δουλειά του υπουργείου Οικονομικών, για να είναι αποτελεσματική, δεν μπορεί να είναι τόσο απλή και εύκολη ούτε στις σημερινές συνθήκες;

*(από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)