Δυστυχῶς ἡ Ἑλλάς ἀδυνατεῖ νά ἀξιοποιήσει τήν συμμετοχή της στό ΝΑΤΟ, διότι δέν ὑπάρχει συνέχεια στήν πολιτική της. Πολλάκις ἔχει ἀποδείξει ὅτι οἱ προσεγγίσεις της εἶναι ἐπιφανειακές, καί ἡ χώρα δέν μπορεῖ νά ὑποστηρίξει οὔτε τίς σωστές πρωτοβουλίες, οἱ ὁποῖες ἐλήφθησαν σέ συγκεκριμένες χρονικές στιγμές καί πού ἦσαν ἀποτέλεσμα διορατικῆς σκέψεως συγκεκριμένων προσώπων πού εὑρέθησαν σέ ὑψηλές θέσεις

Μία τέτοια προσέγγιση βλέπουμε καί στήν περίπτωση τῆς δημιουργίας Νατοϊκοῦ Κέντρου Ἀριστείας Ναυτικῆς Ἀσφαλείας στήν Κωνσταντινούπολη. Κατά τήν συζήτηση πού ἔγινε στήν ἁρμοδία ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς, γιά τήν κύρωση τοῦ σχετικοῦ Μνημονίου, ἀκούσαμε τά κόμματα νά ἀπεραντολογοῦν, χωρίς κανείς νά πιάνει τήν οὐσία τοῦ θέματος. Ἀπό πλευρᾶς Κυβερνήσεως ἐτονίζετο ὅτι «ἐπιλύεται τό ὑφιστάμενο κενό» ὅσον ἀφορᾶ τήν λειτουργία, τήν στελέχωση καί τήν χρηματοδότηση τοῦ συγκεκριμένου «Κέντρου Ἀριστείας». Ἀπό τήν ἀντιπολίτευση ἐξ ἄλλου ἡ κριτική ἐπεκεντρώθη στίς διαφοροποιήσεις πού μπορεῖ νά ἔχουν ἐπέλθει ἀπό τό 2019 πού ὑπεγράφη ἡ ἀπόφασις δημιουργίας τοῦ «Κέντρου». «Ἔκτοτε ἔχουν διαμεσολαβήσει πάρα πολλά γεγονότα καί στήν Μεσόγειο καί στό Αἰγαῖο καί στίς ἑλληνοτουρκικές σχέσεις καί στίς ἐξελίξεις, εἴτε πρός τήν κατεύθυνση ἐντάσεων εἴτε πρός τήν κατεύθυνση ὑφέσεων» ἐτόνισε ὁ εἰσηγητής τοῦ ΣΥΡΙΖΑ Θεόδωρος Δρίτσας.

Ἡ οὐσία ὅμως εἶναι μία. Ἡ δημιουργία αὐτοῦ τοῦ Κέντρου Ἀριστείας Ναυτικῆς Ἀσφαλείας ὑποβαθμίζει τόν ρόλο τοῦ Κέντρου Ἐκπαιδεύσεως Ναυτικῆς Ἀποτροπῆς, τό ὁποῖο λειτουργεῖ σέ Νατοϊκό πλαίσιο στήν Σούδα, δυνάμει ἀποφάσεως τοῦ 2003 καί ἐπί τῇ βάσει ἀντιστοίχου Μνημονίου πού κυρώθηκε τό 2005. Τό Κέντρο αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα πρωτοβουλίας τοῦ τότε ἀρχηγοῦ ΓΕΕΘΑ ναυάρχου Παναγιώτη Χηνοφώτη ΠΝ καί κατά τά χρόνια τῆς λειτουργίας του προσέδωσε στήν Ἑλλάδα κῦρος ἐντός τῆς Συμμαχίας.

Ἡ δημιουργία ἀντιστοίχου Κέντρου καί μάλιστα «Κέντρου Ἀριστείας» μέ διευρυμένες δυνατότητες (Κέντρο Διαμορφώσεως Κανόνων Κοινῆς Στρατηγικῆς σέ εἰδικά θέματα τό χαρακτήρισε ὁ κ. Δρίτσας), ὑποβαθμίζει σημαντικά τό status τοῦ ΚΕΝΑΠ ἐντός τοῦ ΝΑΤΟ. Συνεπῶς ἡ Ἑλλάς θά ἔπρεπε ἐξ ἀρχῆς νά εἶχε ἐναντιωθεῖ στό σχέδιο δημιουργίας του.

Εἶναι προφανές ὅτι οἱ σχεδιαστές τῶν Βρυξελλῶν πού τό εἰσηγήθηκαν ἐκινήθησαν ἀπό τήν ἀνάγκη νά ἐμπλακεῖ στήν διαδικασία τῆς ναυτικῆς ἀσφαλείας καί ἄλλη συμμαχική χώρα, ἐν προκειμένῳ ἡ Ρουμανία. Τοῦτο τεκμαίρεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἀντιπρόεδρος τῆς συντονιστικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Κέντρου ὁρίζεται νά εἶναι Ρουμᾶνος, ἐνῶ ἡ ἑλληνική συμμετοχή εἶναι χαμηλώτερη. Οἱ γνωρίζοντες τίς διαδικασίες σχεδιασμοῦ στό ΝΑΤΟ ἔχουν ἤδη ἀντιληφθεῖ ὅτι ὁ τουρκικός παράγων ἐκινητοποιήθη ἀμέσως καί προέβαλε τήν Κωνσταντινούπολη ὡς τόπο ἐγκαταστάσεως τοῦ Κέντρου Ἀριστείας. Τό ὀρθόν θά ἦτο τό ὑφιστάμενο ΚΕΝΑΠ στήν Κρήτη νά ἀναβαθμισθεῖ ἀπό Κέντρο Ἐκπαιδεύσεως σέ Κέντρο Ἀριστείας (σέ ΚΑΝΑΠ) καί νά ἐμπλακεῖ σέ αὐτό πιό ἐνεργά ἡ Ρουμανία.

Ἡ πτυχή αὐτή τοῦ ζητήματος οὐδόλως ἐτέθη κατά τήν συζήτηση στήν Ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς, κάτι πού ἀποκαλύπτει εἴτε ἐλλιπῆ ἐνημέρωση τῶν μελῶν της εἴτε ἀδυναμία διεισδυτικῆς ἀναλύσεως τῶν καταστάσεων καί τῶν ἐπιπτώσεων πού μπορεῖ νά ἔχουν σέ βάθος χρόνου. «Ἡ Ἑλλάδα ὀφείλει νά ἔχει ἔντονη παρουσία, τόσο σέ διμερές ὅσο καί σέ πολυμερές ἐπίπεδο μέσα ἀπό τήν ἄσκηση τῆς ἐξωτερικῆς καί ἀμυντικῆς της πολιτικῆς» ἐδήλωσε ὁ πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Κωνσταντῖνος Γκιουλέκας. Πολύ σωστά. Τοῦτο ἐπετεύχθη τό 2003 ὅταν διά τῆς δημιουργίας τοῦ ΚΕΝΑΠ ἀπετράπη τό νά μείνει ἡ χώρα χωρίς σημαντική λειτουργία τοῦ ΝΑΤΟ, μετά τήν ἐφαρμογή τῆς νέας δομῆς πού κατήργησε σειρά στρατηγείων καί ἐπιτελείων συγχωνεύοντας τά περισσότερα στίς δομές τῶν Βρυξελλῶν. Σήμερα τίθενται οἱ βάσεις γιά τήν ὑποβάθμιση τοῦ ΚΕΝΑΠ καί τοῦ ρόλου του χάριν τοῦ Κέντρου Ἀριστείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί αὐτό στήν Βουλή ἔχει περάσει ἀπαρατήρητο.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")