Μπορεί η Ελλάδα να έχει βελτιώσει σημαντικά τις επιδόσεις της αναφορικά με τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α), ωστόσο η χώρα μας εξακολουθεί να υπο-επενδύει στον τομέα αυτό σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Τόσο σε όρους δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ, όσο και σε απόλυτα μεγέθη, η Ελλάδα υπολείπεται, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα την υπέρβαση του ετήσιου στόχου του 1% του ΑΕΠ και των €2 δισ. ευρώ

Είναι χαρακτηριστικό ότι ευρωπαϊκές χώρες με παρόμοιο πληθυσμό με την Ελλάδα, όπως το Βέλγιο και η Αυστρία, δαπανούν πενταπλάσια χρηματικά ποσά σε Ε&Α σε σχέση με τη χώρα μας: €13,8 δισ. και €12,7 δισ. αντίστοιχα, έναντι €2,34 δισ. της Ελλάδας το 2019. 

Σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), οι συνολικές δαπάνες για Ε&Α βρίσκονται στο 1,27% του ΑΕΠ (2,14% ο μέσος όρος της Ε.Ε.) και οι δαπάνες των επιχειρήσεων στο 0,59% (1,42% ο μέσος όρος της Ε.Ε.). Παρά όμως την αύξηση αυτή, η κατάταξη της χώρας μεταξύ των κρατών - μελών της Ε.Ε., ως προς την ένταση των δαπανών, παραμένει - αν και βελτιωμένη - σχετικά χαμηλή (17η θέση). 

Έλληνες ερευνητές

Συνολικά, ο τομέας των επιχειρήσεων έχει αυξήσει σημαντικά το μερίδιο του στις συνολικές δαπάνες Ε&Α στην Ελλάδα αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 50%, με ένταση δαπανών που φθάνει στο 0,59% του ΑΕΠ της χώρας το 2019 από 0,23% το 2011. Αυτή η επίδοση, ωστόσο, παραμένει αρκετά χαμηλότερη του μέσου όρου των 28 χωρών της Ε.Ε. που είναι 1,42% - παρ’ όλο που η αύξηση αυτή κατατάσσει πλέον τη χώρα στην 19η θέση από την 24η θέση το 2011. 

Πέραν των δαπανών, η Ελλάδα υπολείπεται της Ε.Ε. και στον αριθμό των απασχολούμενων ερευνητών και του ευρύτερου προσωπικού, που απασχολείται σε δραστηριότητες Ε&Α. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, ο συνολικός αριθμός των ερευνητών της Ελλάδας (σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης) ανερχόταν το 2019 σε 40.084 άτομα. 

Στο Βέλγιο και την Αυστρία, που έχουν παρόμοιο πληθυσμό με την Ελλάδα, τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 62.606 και 52.554 άτομα αντίστοιχα. Ως προς το συνολικό προσωπικό Ε&Α (πάλι σε ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης), τα αντίστοιχα νούμερα είναι 54.833 για την Ελλάδα, 96.158 για το Βέλγιο και 84.060 για την Αυστρία. 

Πατέντες

Παράλληλα, οι Έλληνες ερευνητές μπορεί να παράγουν πολλές και πολύ υψηλού επιπέδου επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά η έρευνα, τους οδηγεί σε ελάχιστες πατέντες. Στην Ελλάδα, κατατίθενται μόνο 8,38 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατ. κατοίκους, την ώρα που μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 106,84.

Το ελληνικό σύστημα παραγωγής έρευνας, εξάλλου, είναι εξαιρετικά κλειστό και εσωστρεφές. Ελάχιστοι ξένοι ερευνητές έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα (μόλις το 1,4% των υποψήφιων διδακτόρων είναι από χώρες του εξωτερικού, έναντι 21,4% στην Ε.Ε.).

“Οποιαδήποτε συζήτηση για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια στροφή σε εξωστρεφείς παραγωγικές δραστηριότητες. Οι κλάδοι της οικονομίας που βασίζονται στην καινοτομία, δημιουργούν - στις περισσότερες περιπτώσεις - μεγάλη προστιθέμενη αξία, καθώς δημιουργούν προϊόντα και υπηρεσίες, που είναι κατά κανόνα εξαγώγιμα και προσφέρουν πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας”, αναφέρει έρευνα της διαΝΕΟσις, από την οποία προέρχονται τα παραπάνω στοιχεία. Η μελέτη φέρει την υπογραφή ομάδας ερευνητών υπό τον συντονισμό του Καθηγητή του ΕΜΠ Γιάννη Καλόγηρου και του Αναπλ. Καθηγητή του ΕΜΠ Άγγελου Τσακανίκα.

Η μελέτη αναλύει τα σημερινά δεδομένα, με όλες τις αλλαγές στο εθνικό σύστημα καινοτομίας τα τελευταία πέντε χρόνια και καταγράφει μια σειρά από προτάσεις πολιτικής για όσα απομένουν, ακόμα, να γίνουν πράξη.