Χρειάστηκαν μία πανδημία και ένας Αμερικανός πρόεδρος που δεν σέβεται τους κανόνες και δεν κατανοεί το πόσο εύθραυστες είναι οι διεθνείς σχέσεις για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, με την Κίνα στο επίκεντρο. Μόνον οι κωφεύοντες, οι ανιστόρητοι και οι σε πλήρη άρνηση δεν έβλεπαν ότι η ισχυροποίηση της Κίνας οικονομικά και στρατηγικά θα οδηγούσε σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Η Αμερική αλλά και η Ευρώπη ήθελαν για πολύ μεγάλο διάστημα

να πιστεύουν πως θα χρειαζόταν δεκαετίες προτού η Κίνα γίνει υπερδύναμη. Είναι όμως ήδη ένας οικονομικός κολοσσός. Η ίδια η Κίνα κρατούσε χαμηλό προφίλ, μη θέλοντας να προκαλέσει τους εταίρους της.

Περισσότερο την ενδιέφερε η εσωτερική γαλήνη και η ανάπτυξη. Εξάλλου, γιατί να επωμιστεί το βάρος της αστυνόμευσης του παγκόσμιου συστήματος πρόωρα; Αμερικανοί και Ευρωπαίοι είχαν αναλάβει τις ευθύνες και κρατούσαν τους εμπορικούς δρόμους ανοικτούς, ενώ οι στρατιωτικές παρεμβάσεις τους μόνο περισσότερα προβλήματα δημιουργούσαν παρά έλυναν και, συχνά, συγκέντρωναν το μένος τόσων λαών εναντίον τους. Ανενόχλητη λοιπόν, η Κίνα επέκτεινε τις επαφές της –τόσο τις εμπορικές αλλά ολοένα και περισσότερο τις πολιτικές και στρατηγικές– εμβαθύνοντας σχέσεις με την Αφρική, αλλά και με τη Λατινική Αμερική. Παράλληλα, προσπάθησε να καθησυχάσει τους Ασιάτες γείτονές της, που αγωνιούσαν βλέποντάς τη να αναπτύσσει τεράστιες δυνάμεις και ενίοτε να τις χρησιμοποιεί.

Η τεράστια οικονομική κρίση που προκλήθηκε από τις ΗΠΑ το 2008, όμως, κατέστησε σαφές πως η Κίνα δεν μπορεί να κρύβεται εσαεί πίσω από το δάχτυλό της. Αν συνέχιζε έτσι, άλλοι θα αποφάσιζαν γι’ αυτήν κι εκείνη θα υφίστατο τις συνέπειες.

Γι’ αυτούς και για άλλους λόγους, κάπως απλουστευμένα, η Κίνα άνοιξε τα φτερά της και μέσα από το Belt and Road Initiative (Δρόμος του Μεταξιού) θέλησε να καταδείξει πως υπάρχουν για τις χώρες του κόσμου άλλοι δρόμοι, άλλες επιλογές για την ανάπτυξη, και πως είχε κάτι να τις διδάξει από τις εμπειρίες και την πορεία της.

Ειδικά στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου προσέφερε μια πολυπόθητη εναλλακτική. Με την ευκαιρία, στρατιωτικοποίησε νησιά της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας ενώ άνοιξε και την πρώτη της στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί στην ανατολική Αφρική. Εξασκώντας έντονη οικονομική και πολιτική διπλωματία, η Κίνα αγκάλιασε τους εταίρους της, στηρίζοντας τη σχέση στη φιλοσοφία του αμοιβαίου οφέλους.

Φυσικά, αυτό άρχισε ολοένα και περισσότερο να ανησυχεί τις ΗΠΑ και ήδη ο πρόεδρος Ομπάμα είχε στρέψει το βλέμμα του προς την Ασία, αποσύροντας αμερικανικά στρατεύματα από τη Μέση Ανατολή όπου η κατάσταση πήγαινε από κρίση σε κρίση. Αυτός όμως που ανέτρεψε κάθε πρόσχημα είναι ο τρέχων πρόεδρος των ΗΠΑ.

Από την προεκλογική εκστρατεία ήδη, ο πρόεδρος Τραμπ επιτέθηκε με δριμύτητα στην Κίνα, πυροδοτώντας τον εμπορικό αλλά και τον πολιτικό ανταγωνισμό. Με διάφορους τρόπους έστελνε συχνά αντιφατικά μηνύματα στην παγκόσμια κοινότητα για το τι θέλει να κάνει με την Κίνα. Ταυτόχρονα επιτέθηκε και στους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, τους Ευρωπαίους, οι οποίοι ανησυχούσαν επίσης από την εκρηκτική άνοδο της Κίνας στο παγκόσμιο στερέωμα. Ωστόσο, η οικονομική αλληλεξάρτηση είναι τέτοια που δεν μπορεί και δεν θέλει η Ευρώπη να διαρρήξει τις σχέσεις της με την Κίνα, όμως ξέρει πως θα πρέπει να πάρει θέση σε πολλαπλά επίπεδα: πολιτικής, δημοκρατικών αξιών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τεχνολογικών εξελίξεων (τεχνητή νοημοσύνη - AI και 5G), αλλά και σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Και μετά ήρθε η πανδημία. Ο κόσμος όλος έβλεπε τις τεράστιες προσπάθειες που κατέβαλλε η Κίνα τον Ιανουάριο για να περιορίσει την εξάπλωση της πανδημίας και παρότι ίσως να μην είχε γίνει ο καλύτερος των χειρισμών τις πρώτες εβδομάδες (πρόσφατα το παραδέχθηκαν), είδαμε ιδίοις όμμασι πώς χειρίστηκαν μετέπειτα το θέμα πολλές ευρωπαϊκές χώρες (με τη λαμπρή εξαίρεση της Ελλάδας), με αποκορύφωμα το απόλυτο χάος που επικρατεί στις ΗΠΑ. Αφού λοιπόν κωλυσιέργησαν όλοι, τώρα ο εύκολος στόχος είναι η Κίνα. Παρακολουθώ με προσοχή τόσο ποιες φωνές όσο και με ποιον τρόπο εναντιώνονται στην Κίνα, δείχνοντας με το δάχτυλο τον φταίχτη. Σαν να μην ξέραμε πως μια πανδημία ήταν γραφτό να μας βρει. Σαν να μην ξέραμε ότι οι κυβερνήσεις είχαν αφήσει τα συστήματα υγείας να διαλυθούν και ότι οι χώρες δεν στήριξαν όσο απαιτούνταν τον ΠΟΥ. Σαν να μην ξέραμε πως θα υφίσταντο οι φτωχότεροι τις χειρότερες συνέπειες του ιού. Αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε, γιατί δεν θέλαμε να αναλάβουμε τις οικονομικές συνέπειες ούτε και να κάνουμε τις πρέπουσες επιλογές έγκαιρα. Και τώρα, φωνές όπως αυτή του προέδρου της Αμερικής σηκώνουν τους τόνους εναντίον της Κίνας, για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και για να κρύψουν την τεράστια ανικανότητα των πολιτικών ηγεσιών της Δύσης, για την οποία δεν φταίει η Κίνα. Δυστυχώς, και οι αντιδράσεις της Κίνας είναι τέτοιες που δίνουν τροφή στην κριτική. Οχι μόνον αντεπιτίθεται, ενίοτε και άκομψα, στους επικριτές της, αλλά ίσως διαισθανόμενη την κρίση που έρχεται, προσπαθεί –δυστυχώς με αμετροέπεια– να σφίξει ακόμη περισσότερο τον κλοιό του μονοκομματικού κράτους ιδιαίτερα απέναντι στο Χονγκ Κονγκ.

Προφανώς, είναι απαραίτητες η διαφάνεια και η στενή συνεργασία με την παγκόσμια κοινότητα. Ας γίνουν ό,τι έρευνες χρειάζονται αλλά όχι με στόχο τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα ουσιαστικά και επείγοντα. Χιλιάδες πέθαναν από τον ιό και εκατομμύρια έχασαν τις δουλειές τους. Το πώς θα γίνει η επανεκκίνηση της οικονομίας θα παίξει καίριο ρόλο. Προέχει η οικονομική διαφοροποίηση, η προετοιμασία για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, που ήδη έχει ξεκινήσει, και επιβάλλεται ένα αξιόπιστο δίχτυ κοινωνικής προστασίας.

Πάνω από όλα, σε τέτοιους καιρούς απαιτούνται σταθερότητα και σοβαρότητα στη διαχείριση των διεθνών σχέσεων, καθώς και ουσιαστική, σε βάθος συνεργασία. Ας σιωπήσουν συνεπώς όλοι αυτοί που είναι μέρος του προβλήματος, για να μπορέσουμε με νηφαλιότητα να κτίσουμε ένα αύριο πιο ανθεκτικό στις νέες παγκόσμιες προκλήσεις. Η επόμενη μάχη θα είναι τεχνολογική (cyber). Δυστυχώς, η αντιμετώπιση του κύριου προβλήματος –αυτού της κλιματικής αλλαγής– θα αποτελέσει πάλι παράπλευρη απώλεια, αν και οι επιδράσεις της, όταν θα είναι πια αργά, θα μας κάνουν να θυμόμαστε την πανδημία αυτή ως πταίσμα.

* Η κ. Σοφία Καλαντζάκου είναι Global Distinguished Professor, New York University - Fung Global Fellow Princeton University. Εχει συγγράψει το: «China and the Geopolitics of Rare Earths», Oxford University Press.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ