Ο υπ’ αριθμ. ΕΚ 1227/2011 Κανονισμός με τίτλο «Regulation on Wholesale Energy Markets Integrity and Transparency», γνωστός ως «REMIT» μετράει ήδη εννέα χρόνια εφαρμογής, καταστρώνοντας ένα ειδικό πλαίσιο κανόνων εποπτείας, διαφάνειας και ακεραιότητας στην αγορά ενέργειας με σκοπό την αποτροπή πράξεων χειραγώγησης και εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών.
Με τον Ν. 4643/2019, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε εναρμόνισε τις εσωτερικές ρυθμίσεις με εκείνες του Κανονισμού REMIT, δόθηκε κυρίως έμφαση στις αρμοδιότητες και τις εξουσίες της εθνικής ρυθμιστικής αρχής ΡΑΕ για τον εντοπισμό και την κύρωση καταχρηστικών συμπεριφορών που δύναται να καταλήξουν ή καταλήγουν στη στρέβλωση της ακεραιότητας και της διαφάνειας στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 του σχετικού Κανονισμού, δυνάμει του οποίου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη η θέσπιση καθεστώτος σχετικά με τις κυρώσεις των παραβατών.
Παρά ταύτα, δεδομένης της άμεσης εφαρμογής του Κανονισμού σε εσωτερικό επίπεδο αλλά και του γεγονότος ότι αποτελεί έναν σημαντικό μηχανισμό καταχώρησης και εποπτείας των ενεργειακών συναλλαγών, για την ευρωπαϊκή ενεργειακή χονδρεμπορική αγορά (ιδίως ενόψει της επικείμενης έναρξης της λειτουργίας του ΕΧΕ), κρίσιμο είναι να γίνει μια συστηματική επισκόπηση των ρυθμίσεων αυτού, όπως αυτές εξειδικεύθηκαν με τα κείμενα κατευθυντήριων γραμμών[1] που εξέδωσε ο Οργανισμός για τη Συνεργασία των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER).
Εξειδίκευση κρίσιμων αόριστων εννοιών
Ειδικότερα στο κείμενο του Κανονισμού προσδιορίζονται οι έννοιες της «καταχρηστικής συμπεριφοράς» (market abuse), «χειραγώγησης» και «προσπάθειας χειραγώγησης» της αγοράς (market manipulation) και «εκμετάλλευσης εμπιστευτικών πληροφοριών» (inside information) στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας. Μάλιστα, από αυτές, ενδεικτικά αναφέρεται η έννοια της «χειραγώγησης της αγοράς», και η οποία αφορά συχνά, αλλά όχι αποκλειστικά, την πραγματοποίηση συναλλαγών ή την έκδοση εντολών διαπραγμάτευσης επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, με τις οποίες α) δίνονται ή είναι δυνατόν να δοθούν ψευδείς οι παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή ενεργειακών προϊόντων χονδρικής την τεχνητή αύξηση ή συμπίεση της τιμής ενός δείκτη ή ενός προϊόντος, ή β) πρόσωπα ή περισσότερα πρόσωπα, που ενεργούν από κοινού, διαμορφώνουν ή επιδιώκουν να διαμορφώσουν τη τιμή ενός ή περισσότερων ενεργειακών προϊόντων χονδρικής σε τεχνητό επίπεδο.
Υποκείμενα αναφοράς και αντικείμενο συναλλαγών
Πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στο υποκειμενικό πεδίο του Κανονισμού και καθίσταται υπόχρεο αναφοράς και εν γένει ενημέρωσης αποτελεί κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμμετέχει στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά (market participant) και διενεργεί συναλλαγές εντός αυτής[2], ανεξαρτήτως του εάν είναι μέλος της Ένωσης, και ειδικότερα, α) παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, β) πελάτες χονδρικής και τελικοί πελάτες[3], γ) διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς[4], δ) διαχειριστές συστημάτων αποθήκευσης αερίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου, ε) ενεργειακές εμπορικές εταιρείες, στ) μεταφορείς φυσικού αερίου, ζ) εταιρείες με αρμοδιότητα την εξισορρόπηση συστημάτων, η) επιχειρήσεις επενδύσεων. Πλην των ανωτέρω, υποχρέωση αναφοράς κατέχουν πρόσωπα που είτε εκ της θέσεώς τους είτε εκ του αντικειμένου της εργασίας τους είναι δυνατόν να έλθουν σε επαφή με εμπιστευτικές πληροφορίες, λ.χ. από μέλη ΔΣ ή φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης απόφασης για εκτέλεση συναλλαγής για λογαριασμό άλλου νομικού προσώπου, μέχρι οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, το οποίο λαμβάνει γνώση τέτοιων πληροφοριών.
Αντικείμενο αναφοράς αποτελούν συναλλαγές επί ενεργειακών προϊόντων χονδρικής (wholesale energy products), τόσο φυσικών προϊόντων όσο και παραγώγων (derivatives)[5]. Ειδικότερα, σε αυτά εμπίπτουν, συμβόλαια προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου, όταν η παράδοση γίνεται εντός της ΕΕ (μακροχρόνια και βραχυχρόνια φυσική παράδοση), χρηματοοικονομικά παράγωγα που αφορούν ηλεκτρική ενέργεια ή φυσικό αέριο που παράγεται, διαπραγματεύεται ή παραδίδεται εντός της ΕΕ, συμβόλαια που αφορούν τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας ή του φυσικού αερίου εντός της ΕΕ, χρηματοοικονομικά παράγωγα που αφορούν τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας φυσικού αερίου εντός της ΕΕ και συμβόλαια προμήθειας και διανομής φυσικού αερίου ή ηλεκτρικής ενέργειας προς χρήση από τελικούς καταναλωτές, εφόσον η δυναμικότητα της κατανάλωσης τους υπερβαίνει τις 600 GWh ετησίως.
Υλοποίηση της υποχρέωσης αναφοράς-Εγγραφή στο Μητρώο
Οι συμμετέχοντες που διενεργούν συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, υποχρεούνται να εγγραφούν μέσω της ΡΑΕ σε ειδικό μητρώο που τηρείται από τον ACER και ονομάζεται «Κεντρικό Ευρωπαϊκό Μητρώο για τους Συμμετέχοντες στις Αγορές Ενέργειας» (CEREMP) και να αποκτήσουν μοναδικό αριθμό μητρώου (εκδιδόμενο από τον ACER).
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως της εγγραφής στο ανωτέρω Μητρώο, κάθε πρόσωπο που συναλλάσσεται και λαμβάνει γνώση ύποπτων συμπεριφορών υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα τη ΡΑΕ.
Οι εξουσίες της ΡΑΕ και το πλαίσιο κυρώσεων σύμφωνα με τον Ν. 4001/2011, μετά τον Ν. 4643/2019.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 4643/2019, όπως αυτό τροποποίησε το άρθρο 28 του Ν. 4001/2011, τα μέλη της ΡΑΕ μπορούν ανεξάρτητα από την επιβολή κυρώσεων να προβαίνουν σε μια σειρά κυρωτικών μέτρων, επιβάλλοντας είτε εντολή προς το υπεύθυνο για την παράβαση πρόσωπο να διακόψει την παράνομη συμπεριφορά και να την παραλείπει στο μέλλον, είτε δημόσια προειδοποίηση που καταχωρίζεται στον διαδικτυακό της τόπο, όπου προσδιορίζεται η φύση της παράβασης και το όνομα του υπεύθυνου γι’ αυτήν προσώπου. Επιπλέον, στο πλαίσιο των εξουσιών της περί εποπτείας, η ΡΑΕ δύναται να έχει άμεση και ακώλυτη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έγγραφα, βιβλία, στοιχεία ή άλλα δεδομένα οποιασδήποτε μορφής (έγγραφης, ηλεκτρονικής, μαγνητικής ή άλλης) και λαμβάνει αντίγραφα αυτών, κατά άρση του επαγγελματικού απορρήτου, να ζητά και να λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων όσων συμμετέχουν διαδοχικά στη διαβίβαση εντολών ή στη διεξαγωγή των σχετικών εργασιών, καθώς και από τους εντολείς αυτών, κ.λ.π.
Με τον ίδιο νόμο, ορίστηκαν οι κυρώσεις σε εσωτερικό επίπεδο, κατ’ εφαρμογή της διακριτικής ευχέρειας του εσωτερικού νομοθέτη, τις οποίες η ΡΑΕ δύναται να επιβάλει, λαμβάνοντας υπόψη, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, ένα σύνολο κριτηρίων, τα οποία εκτείνονται και αφορούν ενδεικτικά: α) τη σοβαρότητα, τη συχνότητα, τη διάρκεια της παράβασης, β) την επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στη διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στην αγορά ενέργειας, το βαθμό ευθύνης του παραβάτη, την υποτροπή, τη χρηματοοικονομική του ευρωστία και τα κέρδη που αποκόμισε από την παραβατική του συμπεριφορά αλλά και τον βαθμό συνεργασίας με τη ΡΑΕ.
Ειδικότερα κρίσιμο στοιχείο κατά τον καθορισμό του πλαισίου κυρώσεων αποτελεί το είδος του ενεχόμενου προσώπου και ειδικότερα αν αυτό είναι νομικό ή από τα φυσικά πρόσωπα που, όπως αναφέρθηκε, λόγω της θέσης του ή του αντικειμένου εργασίας του έρχεται σε επαφή με εμπιστευτικές πληροφορίες.
Περαιτέρω, στα φυσικά αυτά πρόσωπα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο κυμαίνεται από 10.000 έως 1.000.000 ευρώ ή πρόστιμο έως και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, και εφόσον το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί. Στα νομικά πρόσωπα, το πρόστιμο είναι δυνατόν να εκκινεί από το 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών[6] του νομικού προσώπου και να φτάνει έως το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, και εφόσον το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί.