Η πολυμελής κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη διόρισε νέον διοικητή στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (πρώην ΚΥΠ) και τρείς υποδιοικητές, καθώς και σύμβουλο εθνικής ασφαλείας (ΣΕΑ) ως «σύνδεσμο του πρωθυπουργού με το υπουργείο Εθνικής Αμύνης», όπου υπάρχει υπουργός και άλλοι δύο υφυπουργοί. 

Όλοι με «βαρειά» βιογραφικά και τα στελέχη που υποστηρίζουν τον νέο ΣΕΑ, με «όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτούν οι θέσεις τους».

Οι διορισμοί αυτοί έχουν δημοσιονομικό κόστος εις μίαν εποχή ισχνών αγελάδων στα οικονομικά του κράτους και θα ήταν ασύνηθες να ανακοινωθή η δαπάνη για τον ρόλο που καλούνται να παίξουν όλοι αυτοί στην προστασία της εθνικής ασφαλείας.

Εν τούτοις, τίθεται ένα πρωθύστερον ζήτημα, όχι βεβαίως εάν η χώρα χρειάζεται «μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών», αλλ’ αν η ανάγκη αυτή θα μπορούσε να καλυφθή με άλλους, πιο φθηνούς τρόπους. Το ερώτημα, μας φέρει την ιστορία και τις επιδόσεις των κρατικών υπηρεσιών κατασκοπείας που προηγήθησαν της ΕΥΠ.

Δεν ομιλούμεν βεβαίως για την εποχή του Γ. Φεσόπουλου, επί Παγκάλου στην ΥΓΑΚ ούτε για τον υφυπουργό Ασφαλείας Κων/νο Μανιαδάκη επί Μεταξά που λίγο έλειψε να εξαρθρώσει πλήρως το ΚΚΕ. Η ίδρυση της Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, υποπροϊόντος της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, έγινε καθ’ υπόδειξιν των Αμερικανών, από τον Ελληνοαμερικανό Τόμ Καραμεσίνη τον Σεπτέμβριο του 1947, με αρχηγό τον ταξίαρχο Ιππικού Πέτρο Νικολόπουλον και υπαρχηγόν τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Νάτσινα, που εν συνεχεία ανέλαβε την εσωτερική διοίκηση της ΚΥΠ, στον τότε σφοδρό αντικομμουνιστικό αγώνα.

Αμφότεροι είχαν εκπαιδευθεί στην κατασκοπεία από Άγγλογάλλους και είχαν αντιστασιακή δράση κατά την Γερμανική κατοχή. Σιγά- σιγά, όπως όλοι οι γραφειοκρατικοί οργανισμοί, η ΚΥΠ άρχισε να διακτινίζεται στο σύμπαν της μικροπολιτικής και να εκτρέπεται του σκοπού της. Όμως τότε το εκτεταμένο δίκτυο πληροφοριών της ΚΥΠ πλήρωνε ο Αμερικανός φορολογούμενος κι’ όχι ο Έλλην – μικρά παρηγορία.

Μετά τον Νάτσινα, αρχηγός της ΚΥΠ διορίσθη ο γενναίος στρατηγός Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, τον οποίον συνέλαβε ο υπαρχηγός του Γεώργιος Παπαδόπουλος την 21η Απριλίου 1967. Το γεγονός αυτό θ’ αρκούσε να καταδείξει το χαοτικόν περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούσε η ΚΥΠ, όχι για την υποστήριξη της ασφαλείας του κράτους αλλά για την κατάληψη της εξουσίας.

Τα όσα επακολούθησαν ακόμη πιο τραγελαφικά. Οι διοικητές της ΚΥΠ επί Χούντας (Ρουφογάλης και Σταθόπουλος) αντικατεστάθησαν μετά την πτώση της το 1974, από «δημοκρατικούς» αξιωματικούς που ήσαν έμπιστοι του Κων/ου Καραμανλή. Όταν το «κράτος της δεξιάς» κατελήφθη υπό του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, η ΕΥΠ του λοιπού, πέρασε στα χέρια του συνδικαλισμού, των υπηρεσιακών διεκδικήσεων και χορών μεταμφιεσμένων του προσωπικού της. Ετσι, η Τουρκική ΜΙΤ δεν γνώριζε τα πρόσωπα των «κατασκόπων».

Η ζημία στα εθνικά συμφέροντα δεν άργησε να εκδηλωθή με το φιάσκο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, επί Κώστα Σημίτη κι’ αργότερα με σκάνδαλο της Βόνταφον- Ιντρακομ του Κόκκαλη το 2006, που επέφερε την ανατροπή της κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή. Ως εκμυστηρεύθη ο σημερινός υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοϊδης στον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα Ντάνιελ Σπέκχαρντ το 2010 «η ΕΥΠ είναι επικίνδυνη στην εθνική ασφάλεια λόγω των πολλαπλών μειονεκτημάτων, μεταξύ των οποίων ο συνδικαλισμός των υπαλλήλων της». Ο επιπολάζων κομματισμός διέφυγε της προσοχής του υπουργού.

Τίθεται όθεν το ζήτημα κατά πόσον η Ελλάς χρειάζεται μία «υπηρεσία πληροφοριών», ακομμάτιστη και μη συνδικαλισμένη;

Εις μίαν εποχήν αυξανομένων και «ασύμμετρων» κινδύνων, ως θα έλεγε κι’ ο σ. Τσίπρας, θα ήταν απερισκεψία η κατάργηση της κρατικής κατασκοπείας. Αλλ΄ όταν λείπουν 25.000 νοσηλευτές από τα κρατικά νοσοκομεία, εκ των 2000 λεωφορείων του ΟΣΥ τα 300 είναι «ακινητοποιημένα», οι συρμοί του Αθηναϊκού Μετρό χρειάζονται διπλάσιο χρόνο αφίξεως στους σταθμούς απ’ ό,τι προηγουμένως και τα έμπειρα στελέχη στο πολεμικό ναυτικό δεν επαρκούν, για να επανδρώσουν τα (υπό παραγγελία) πλοία, είναι αβδηριτισμός(*) να συντηρείται και να επαυξάνεται το πολιτικό προσωπικό της κρατικής ασφαλείας, με άλλον ένα αξιωματούχο και τους πολυπληθείς υφισταμένους του.

(*) Στ’ αρχαία Άβδηρα έκτιζαν δημοτικές βρύσες ενώ δεν είχαν νερό.