Η κυβέρνηση της Πολωνίας επιθυμεί να ανακτήσει τον έλεγχο στρατηγικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Αυτό αναφέρει στο πρόσφατο ενημερωτικό της δελτίο η ελληνική πρεσβεία στην Βαρσοβία, επικαλούμενη άρθρο της αναλύτριας Karolina Baca-Pogorzelska

Η κυβέρνηση της Πολωνίας επιθυμεί να ανακτήσει τον έλεγχο στρατηγικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Αυτό αναφέρει στο πρόσφατο ενημερωτικό της δελτίο η ελληνική πρεσβεία στην Βαρσοβία, επικαλούμενη άρθρο της αναλύτριας Karolina Baca-Pogorzelska.

Σύμφωνα με την Baca-Pogorzelska, η συγκεκριμένη πρόθεση της κυβέρνησης κατέστη φανερή όταν επιχειρήθηκε η πώληση πολωνικών περιουσιακών στοιχείων των γαλλικών EDF καιEngie (εργοστάσια Rybnik και Polaniec) σε ξένες εταιρείες (αυστραλιανή IFM και τσεχική EPH),συναλλαγή την οποία εμπόδισε το πολωνικό Υπουργείο Ενέργειας.

Για να εμποδίσει τη μεταβίβαση, το υπουργείο αξιοποίησε τη δυνατότητα που του παρέχει η νομοθεσία περί «επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας», προκαλώντας την έντονη αντίδραση της EDF, που5απείλησε να προσφύγει στα δικαστήρια. Επιθυμία της πολωνικής πλευράς είναι τα εργοστάσια να αναληφθούν από τις πολωνικές Enea, Energa, PGEκαι PGNiG.

Σημειώνεται ότι τόσον ο κλάδος ενέργειας όσο και τα ανθρακωρυχεία ελέγχονται στην πλειονότητά τους από το πολωνικό Δημόσιο.

Αν οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πωληθούν σε ξένους ιδιώτες, ενδεχομένως αυτοί να μην αγοράζουν πολωνικό άνθρακα (που ούτως ή άλλως δεν είναι φθηνότερος) για τη λειτουργία τους, επιβαρύνοντας περαιτέρω έναν ήδη προβληματικό κλάδο. Αν, πάλι, η κυβέρνηση επιλέξει να προστατεύσει τον εγχώριο κλάδο άνθρακα μέσω της παρεμπόδισης των επενδύσεων ξένων ενδιαφερομένων (να ανοίξουν νέα ορυχεία) οφείλει να μην υποτιμήσει τον κίνδυνο εξάντλησης των εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων στο ορατό μέλλον, δεδομένου ότι οι εγχώριες εταιρείες άνθρακα αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά προβλήματα και δεν διαθέτουν τους πόρους που απαιτούνται για τη δημιουργία νέων ορυχείων. Όλα αυτά υπό την πίεση που ασκείται από την ΕΕ στην Πολωνία, προκειμένου η τελευταία να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη εξάρτηση της χώρας από τον ρυπογόνο λιθάνθρακα.