Από Ανανεώσιμες Πηγές Προέρχεται το 86% της Νέας Παραγωγής Ενέργειας το 2016

Από Ανανεώσιμες Πηγές Προέρχεται το 86% της Νέας Παραγωγής Ενέργειας το 2016
του Κοσμά Ζακυνθινού
Δευ, 20 Φεβρουαρίου 2017 - 10:24
Από ανανεώσιμες πηγές προέρχεται το 86% της ενέργειας που προστέθηκε στο ευρωπαϊκό δίκτυο το περασμένο έτος, όπως επισημαίνει η βρετανική Guardian, διευκρινίζοντας πως από τα 24,5 γιγαβάτ που προστέθηκαν σε όλη την Ε.Ε. το 2016, τα 21,1 ήταν από την αιολική, ηλιακή, και υδροηλεκτρική ενέργεια, καθώς και τη βιομάζα, ξεπερνώντας το ρεκόρ του 79% από το 2014

Από ανανεώσιμες πηγές προέρχεται το 86% της ενέργειας που προστέθηκε στο ευρωπαϊκό δίκτυο το περασμένο έτος, όπως επισημαίνει η βρετανική Guardian, διευκρινίζοντας πως από τα 24,5 γιγαβάτ που προστέθηκαν σε όλη την Ε.Ε. το 2016, τα 21,1 ήταν από την αιολική, ηλιακή, και υδροηλεκτρική ενέργεια, καθώς και τη βιομάζα, ξεπερνώντας το ρεκόρ του 79% από το 2014.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της WindEurope, τα αιολικά πάρκα αντιπροσωπεύουν για πρώτη φορά περισσότερο από το 50%. Η Γερμανία εγκατέστησε την περισσότερη νέα αιολική ενέργεια το 2016, ενώ η Γαλλία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Λιθουανία έθεσαν ρεκόρ για νέες εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων. Η Γερμανία διαθέτει ήδη τρεις φορές περισσότερη αιολική ενέργεια από κάθε άλλη χώρα της Ε.Ε., ωστόσο εγκατέστησε το 44% των νέων αιολικών έργων στην Ευρώπη το περασμένο έτος.

Η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες την προηγούμενη δεκαετία ήταν υπεύθυνες για μεγάλο μέρος της αύξησης των νέων αιολικών πάρκων, τώρα είναι πλέον ουραγοί στις νέες εγκαταστάσεις. Εξάλλου, η Πολωνία πέρυσι πέρασε ένα νόμο που περιορίζει την κατασκευή ανεμογεννητριών κοντά σε κτίρια, με αποτέλεσμα τη στασιμότητα της τοπικής αιολικής βιομηχανίας. Παρά το γεγονός ότι η εγκατεστημένη ισχύς αιολικής ενέργειας στην Ευρώπη ανέρχεται τώρα στα 153,7 γιγαβάτ, εξακολουθεί να κρατά ένα σχετικά μικρό μερίδιο των 918,8 γιγαβάτ της συνολικής ισχύος των 28 κρατών μελών.

«Οι αριθμοί για τώρα φαίνονται εντάξει, και ο αριθμός των επενδύσεων είναι πολύ καλός. Αλλά μακροπρόθεσμα, μόνο επτά από τις 28 χώρες της Ε.Ε. έχουν σαφείς πολιτικές για την αιολική ενέργεια μετά το 2020», δήλωσε ο Τζάιλς Ντίκσον, επικεφαλής της WindEurope. «Σήμερα βλέπουμε λιγότερη πολιτική φιλοδοξία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από ό,τι πριν από πέντε ή ακόμα και τρία χρόνια, σε όλα τα κράτη μέλη», όπως πρόσθεσε.

Η Ελλάδα βρίσκεται λίγο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ό,τι αφορά το ποσοστό της κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σύμφωνα με νέα επίσημα στοιχεία για το 2015. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο το 20% για τη χρήση ενέργειας που προέρχεται από πηγές χωρίς άνθρακα μέχρι το 2020. Ωστόσο, υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ των καλύτερων και των χειρότερων επιδόσεων.

Όπως αναμενόταν, η Σουηδία έχει το υψηλότερο ποσοστό με περισσότερο από το 54% της ενέργειάς της να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές το 2015, ακολουθούμενη από τη Φινλανδία με λίγο κάτω από το 40% και τη Λετονία με 39%.

Οι τελευταίες χώρες της λίστας είναι το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ολλανδία και το Βέλγιο, με 5%, 5,3%, 6% και 7,3%, αντίστοιχα. Ακριβώς από πάνω τους, με 8,2%, βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο που αποφάσισε πρόσφατα να εκκινήσει τη διαδικασία αποχώρησής του από την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς ακόμα να έχει επισημοποιηθεί αν θα διατηρηθούν οι κλιματικοί στόχοι.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι η ΕΕ στο σύνολό της παραμένει «σε καλό δρόμο» για να επιτύχει το στόχο του 2020, με μέσο ποσοστό το 16,4% το 2015.

«Παρά τις τρέχουσες γεωπολιτικές αβεβαιότητες, η Ευρώπη προχωρά με την μετάβαση στην καθαρή ενέργεια», όπως δήλωσε ο Επίτροπος Κλιματικής Δράσης και Ενέργειας, Μιγκέλ Άριας Κανιέτε, προσθέτοντας πως «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Και τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους: οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι πλέον οικονομικά ανταγωνιστικές και μερικές φορές φθηνότερες από ό,τι τα ορυκτά καύσιμα, απασχολούν πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην Ευρώπη, προσελκύουν περισσότερες επενδύσεις από πολλούς άλλους τομείς και έχουν μειώσει τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων κατά 16 δισεκατομμύρια ευρώ». Τα στοιχεία περιλαμβάνουν την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την ενέργεια που χρησιμοποιείται για θέρμανση και τις μεταφορές.

Αποθήκευση και πράσινα ομόλογα

Έως και διπλάσιο θα μπορούσε να είναι το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το τέλος της επόμενης δεκαετίας εάν ανακάμψουν οι επενδύσεις και οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να προωθήσουν αποτελεσματικές πολιτικές για την ενεργειακή αποδοτικότητα. 

Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από την πρόσφατη μελέτη REthinking Energy της Διεθνούς Υπηρεσίας Ανανεώσιμης Ενέργειας (International Renewable Energy Agency - IRENA), σημειώνοντας πως με τα μέχρι τώρα υιοθετηθέντα μέτρα, το ποσοστό θα φτάσει από 18,3% στο 21%. Για να φτάσει στο 36% χρειάζεται, σύμφωνα με την IRENA, να αξιοποιηθούν «περιορισμένοι» δημόσιοι πόροι για την «μέγιστη κινητοποίηση ιδιωτικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων θεσμικών επενδυτών».

Σύμφωνα με το γενικό διευθυντή της IRENA Adnan Amin, για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των ΑΠΕ στη θέρμανση/ψύξη και τις μεταφορές. «Επιταχύνοντας τους ρυθμούς της ενεργειακής μετάβασης και διευρύνοντας την εμβέλειά της και πέραν της ηλεκτροπαραγωγής όχι μόνο θα πετύχουμε να μειώσουμε τις ανθρακικές εκπομπές, αλλά θα βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο, θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, θα επιτευχθούν οι στόχοι ανάπτυξης και θα εξασφαλιστεί ένα πιο ευοίωνο και ελπιδοφόρο μέλλον». Ιδιαίτερη έμφαση δίνει η IRENA στον τομέα της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα σχετικά μεγέθη θα μπορούσαν να αυξηθούν από λιγότερο από 1 GW σήμερα σε 250 GW μέχρι τα τέλη της επόμενης δεκαετίας.

Νέα κεφαλαιακά εργαλεία, όπως τα πράσινα ομόλογα, διευκολύνουν την κινητοποίηση επενδύσεων και αναμένεται να αποκτήσουν ακόμα πιο σημαντικό ρόλο στο προσεχές μέλλον. Μέσω τέτοιων εργαλείων, άλλωστε, διοχετεύτηκαν περίπου 20 δισ. επενδύσεων σε ΑΠΕ το 2015. Η μελέτη της IRENA επισημαίνει ότι είναι ευδιάκριτη μια τάση των θεσμικών επενδυτών να μεγεθύνουν το ενεργειακό τους χαρτοφυλάκιο, εκτιμώντας τις σταθερές μακροπρόθεσμες αποδόσεις των σχετικών επενδύσεων. Τα πολλαπλά κοινωνικοοικονομικά οφέλη από την ανάπτυξη των ΑΠΕ είναι ήδη ορατά στην αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα. Χαρακτηριστικά, όπως σημειώνεται, καταγράφηκε αύξηση 5% το 2015 και οι θέσεις εργασίας έφτασαν τα 8,1 εκατομμύρια.

(Πηγή: Ημερησία)