Mετά το Πάσχα αναμένεται ότι θα ξεκινήσει και η είσπραξη από το ΥΠΕΝ  των υπερεσόδων των εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, με την οριστικοποίηση των οφειλών που υπολογίζονται στα 250 εκατομμύρια ευρώ από τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) και τον επιμερισμό τους σε κάθε πάροχο ρεύματος.  Το μεγαλύτερο ποσοστό αντιστοιχεί, όπως είναι

αναμενόμενο, στον μεγαλύτερο «παίκτη» της αγοράς, τη ΔΕΗ, η οποία εκτιμάται ότι θα κληθεί να καταβάλει περί τα 150 εκατ. ευρώ. Το συγκεκριμένο ποσό  ωστόσο θα επιστρέψει στα ταμεία της καθώς τελικά θα καλύψει τις μακροχρόνιες οφειλές των 132 ΔΕΥΑ (Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης) της χώρας προς τη ΔΕΗ.  

Η φορολόγηση των υπερεσόδων των προμηθευτών είχε αποφασιστεί στις αρχές φθινοπώρου του 2022, αφού είχαν φορολογηθεί τα υπερκέρδη των  παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, κι έπειτα από την εφαρμογή  του προσωρινού μηχανισμού ανάκτησης εσόδων που είχε εφαρμοστεί για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Η υπογραφή της Υπουργικής απόφασης

Εντός των επόμενων ημερών αναμένεται η υπογραφή της σχετικής Υπουργικής απόφασης η οποία θα δώσει και το «σήμα» για την είσπραξη από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας των υπερεσόδων των εταιρειών προμήθειας ηλεκτρισμού,

Παράλληλα, γεμίζει ο «κουμπαράς»  και από τα υπερέσοδα των διυλιστηρίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με διαβιβαστικό έγγραφο προς τη Βουλή, της αρμόδιας Διεύθυνσης Εφαρμογής  Άμεσης Φορολογίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), σχετικά με την προσωρινή συνεισφορά αλληλεγγύης των διυλιστηρίων, η οποία είχε θεσπιστεί το 2022 για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών στην ενέργεια, έως το περασμένο φθινόπωρο τα  εισπραχθέντα ποσά ανέρχονταν στο ποσό των 157,5 εκατ. ευρώ.

Είναι αξιοσημείωτο ότι συνολικά η σχετική βεβαιωθείσα Προσωρινή Συνεισφορά Αλληλεγγύης (ΠΣΑ) ανέρχεται στο ποσό των 630 εκατ. ευρώ, η οποία πρέπει να καταβληθεί σε οκτώ ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Η εισφορά αλληλεγγύης των διυλιστηρίων είχε συμφωνηθεί θεσμικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με συγκεκριμένη μεθοδολογία υπολογισμού και ελάχιστο όριο 33%, το οποίο τελικά υιοθέτησε η Ελλάδα, αν και άλλες χώρες επέλεξαν υψηλότερο ποσοστό.