Ενας συνδυασμός κρίσεων των τελευταίων ετών, από την πανδημία και το έμφραγμα στην εφοδιαστική αλυσίδα μέχρι τον πληθωρισμό και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά προπαντός η κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα έχουν υπονομεύσει την πίστη στην υπεροχή της ελεύθερης αγοράς και έχουν στρέψει τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών σε πολιτικές προστατευτισμού

Κι ενώ οι πολιτικές αυτές είναι συνήθως ιδιαιτέρως δημοφιλείς στο εσωτερικό των χωρών, οι οικονομολόγοι ανησυχούν και προειδοποιούν πως ο κατακερματισμός αυτός της οικονομίας και του διεθνούς εμπορίου ενδέχεται να επιβραδύνει την παγκόσμια ανάπτυξη.

Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας συναντήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στα περίχωρα του Παρισιού και συμφώνησαν να λάβουν συντονισμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής για να αντικρούσουν τις πολιτικές με τις οποίες επιχειρούν Ουάσιγκτον και Πεκίνο να προστατεύσουν τις εγχώριες επιχειρήσεις τους. Οι τρεις αυτές μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες υιοθέτησαν και οι ίδιες αντίστοιχα μέτρα, μεταξύ των οποίων επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές, ρυθμίσεις και περιορισμούς στο εμπόριο προκειμένου να στηρίξουν τις οικονομίες τους. Οι κυβερνήσεις έχουν παρέμβει στα πάντα άλλοτε για να αποτρέψουν την απώλεια θέσεων εργασίας, άλλοτε για να προσελκύσουν επενδύσεις σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα και άλλοτε για να αποδυναμώσουν έναν ανταγωνιστή τους. Οπως προκύπτει από πρόσφατη μελέτη συνεργατών του ΔΝΤ, στη διάρκεια του περασμένου έτους κυβερνήσεις κυρίως των πλουσιότερων και πλέον ανεπτυγμένων οικονομιών υιοθέτησαν πάνω από 2.500 μέτρα προστατευτισμού.

Ο αριθμός τους ήταν τριπλάσιος σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2019 και τουλάχιστον τα 2/3 από τα μέτρα αυτά στρεβλώνουν το διεθνές εμπόριο καθώς στοιχειοθετούν μεροληπτική μεταχείριση εις βάρος των ξένων επιχειρήσεων. Οπως διευκρινίζουν οι συνεργάτες του ΔΝΤ, η μεγάλη αύξηση των μέτρων προστατευτισμού οφείλεται στις πολιτικές των μεγάλων οικονομιών, της Κίνας, των ΗΠΑ και της Ε.Ε. που ευθύνονται σχεδόν για το σύνολο όσων νέων πολιτικών του είδους υιοθετήθηκαν μέσα στο 2023. Και σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό τους, τα νέα μέτρα επικεντρώνονται περισσότερο στην πράσινη μετάβαση και στην οικονομική ασφάλεια και λιγότερο στην ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών. Τα 2/3 των μέτρων αφορούσαν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τη θωράκιση των εφοδιαστικών αλυσίδων και την ενίσχυση της ασφάλειας. Οι πολιτικές προστατευτισμού είναι γενικώς δημοφιλείς στο εσωτερικό των χωρών που τις υιοθετούν αλλά προκαλούν ανησυχία στους οικονομολόγους.

Μιλώντας στους New York Times, ο Αϊχάν Κοζ, οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, επικρίνει αυτές τις πολιτικές χαρακτηρίζοντάς τες «έναν από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πυροβολήσει κανείς τα πόδια του». Εξάλλου, σε ομιλία της την περασμένη εβδομάδα η γενική διευθύντρια τους ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, υπογράμμισε πως οι κρατικές παρεμβάσεις δεν είναι η σωστή πολιτική εκτός από ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις. Το θέμα αποτελεί αντικείμενο θερμών συζητήσεων από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Τώρα, όμως, οι σύγχρονες τάσεις έρχονται σε οξεία αντίθεση με την ιδεολογία των ανοικτών αγορών που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες. Αφού διαμαρτύρονταν επί χρόνια για τις επιδοτήσεις που χορηγεί το Πεκίνο στις κινεζικές επιχειρήσεις, ΗΠΑ και Ε.Ε. αντιγράφουν όλο και περισσότερο τις τακτικές της Κίνας και προωθούν πολιτικές πολλών δισ. δολ. Το 2022 οι ΗΠΑ υιοθέτησαν δύο πολιτικές για να ενισχύσουν την αμερικανική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών και τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ακολουθώντας την ίδια τακτική, η Ευρώπη υιοθέτησε την Πράσινη Συμφωνία για να επισπεύσει την πράσινη μετάβαση και πολύ γρήγορα η Νότια Κορέα υιοθέτησε νομοσχέδιο για την προώθηση της εγχώριας βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι πολιτικές αυτές μπορούν να αποβούν ευεργετικές έως ένα βαθμό αν εφαρμοστούν σωστά και αποτρέψουν κάποιες αστοχίες της ελεύθερης αγοράς όπως, για παράδειγμα, τους κινδύνους που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή. Η Ερα Ντάμπλα Νόρις, συνεργάτις του ΔΝΤ, επισημαίνει όμως πως όταν τα μέτρα προστατευτισμού στρεβλώνουν το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις, «τότε η παγκόσμια οικονομία ζημιώνεται».

(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)