Μόνον η Βουλγαρία εμφανίζει χειρότερη επίδοση από την χώρα μας

ΤΗΝ ΔΕΙΝΗ κατάσταση που ευρίσκονται οι Έλληνες λόγω της ακρίβειας και των χαμηλών εισοδημάτων επιβεβαίωσαν τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Eurostat.

Συμφώνως προς την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ την χρονιά που πέρασε η Ελλάς ήταν δεύτερη από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαικής Ενώσεως σε ο,τι αφορά στον δείκτη του κατά κεφαλήν ακαθάριστου εγχώριου προιόντος, εκπεφρασμένου σε μονάδες αγοραστικής δυνάμεως. Ειδικώτερα, στην Ελλάδα, το ΑΕΠ κατά κεφαλήν, σε όρους PPPs (Purchasing Power Parity ή αγοραστικής δυνάμεως) διεμορφώθη πέρυσι στις 67 μονάδες έναντι 100 στην ΕΕ, δηλαδή κατά 33% χαμηλότερα. Το επίπεδο παρέμεινε αμετάβλητο σε σύγκριση με το 2022, ενώ έχει βελτιωθεί ελαφρώς σε σχέση με το 2021 (63%), όπως αναφέρουν τα σχετικά στοιχεία της Eurostat.

Μόνον η Βουλγαρία, με 64% του μέσου όρου, ήταν σε χειρότερη θέση από την χώρα μας, που ακολουθεί στην προτελευταία θέση με 67%. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα οι πραγματικοί μισθοί εμειώθησαν μεν κατά 0,2%, κοντά στον ευρωπαικό μέσον όρον. Όμως τα εταιρικά κέρδη ηυξήθησαν άτα 5,9%, με τον τρίτο ταχύτερο ρυθμό στην ΕΕ των 27, σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου της Συνομοσπονδίας Ευρωπαικών Συνδικάτων (ΕΤUC), έχοντας πηγή την ετήσια βάση μακροοικονομικών δεδομένων της Γενικής Διευθύνσεως Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων της Ευρωπαικής Επιτροπής (AMECO Database). Να σημειωθεί ότι συμφώνως προς τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ο μέσος ετήσιος μισθός εμειώθη στην Ελλάδα κατά 1.046 ευρώ το 2022 συγκριτικώς προς το 2021 λόγω των ανατιμήσεων και της ακρίβειας.

Η απώλεια λόγω του πληθωρισμού, που έφτασε στο 9,6%, είναι της τάξεως των σχεδόν 129 ευρώ ανά μήνα σε ετήσια βάση. Δεδομένου ότι σε 14μηνη βάση ο μέσος μισθός σε σταθερές τιμές του 2022 είναι (σύμφωνα με τη μεθοδολογία του ΟΟΣΑ 1.155 ευρώ), προκύπτει πως το 2022 ο μέσος μισθωτός έχασε έναν μισθό λόγω του πληθωρισμού.

Συμφώνως προς τα στοιχεία της Eurostat τα υψηλότερα επίπεδα κατεγράφησαν σε Λουξεμβούργο και Ιρλανδία, με 140% και 112% αντιστοίχως. Με μεγάλη διαφορά ακολουθεί η Ολλανδία (30% πάνω από το επίπεδο της ΕΕ), η Δανία (+28%) και η Αυστρία (+23%). Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα επαρουσιάσθησαν στην Βουλγαρία, με 36% χαμηλότερα από την ΕΕ, την Ελλάδα, με 33% χαμηλότερα όπως ανεφέρθη, και την Λεττονία με -29%.

Πρέπει να σημειωθεί ότι βάσει των στοιχείων της Eurostat, ακόμη και οι κορυφαίες χώρες στην κατάταξη εμφανίζουν πτώση της αγοραστικής δυνάμεως σε σύγκριση προς τα προηγούμενα έτη. Ενδεικτικώς, στο Λουξεμβούργο η αγοραστική δύναμις διεμορφώθη στις 240 μονάδες το 2023 έναντι 256 μονάδων το 2022 και 266 μονάδων το 2021. Επίσης, στην Ιρλανδία ανήλθε στις 212 μονάδες από 235 το 2022 και 221 το 2021. Μικρότερη ήταν η ετήσια μεταβολή στην Δανία (128 από 136 μονάδες το αμέσως προηγούμενο έτος), ενώ σχεδόν αμετάβλητη έχει παραμείνει η αγοραστική δύναμις στην Ολλανδία.