Λειτουργικές ενισχύσεις σε παλαιές μονάδες φυσικού αερίου προκειμένου να μην αποσυρθούν πρόωρα, αλλά και οικονομική στήριξη για υπηρεσίες ευελιξίας και εφεδρείας από αποθηκευτικά μέσα κάθε είδους, από την απόκριση της ζήτησης και τα υδροηλεκτρικά θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια όσο μεγαλώνει η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα και αφού προστεθούν στο σύστημα οι τρεις νέες μονάδες φυσικού αερίου

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη επάρκειας του συστήματος που εκπονήθηκε από τον ΑΔΜΗΕ και την οποία υιοθετούν οι συντάκτες την νέας πρότασης για το ΕΣΕΚ , η προσθήκη των τριών μονάδων φυσικού αερίου (Μυτιληναίου, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ - Motor Oil και ΔΕΗ - ΔΕΠΑ Εμπορίας - Damco Energy), σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες μονάδες φυσικού αερίου, και με συνεισφορά μονάδων αποθήκευσης και απόκρισης ζήτησης, επαρκούν για την αξιόπιστη κάλυψη του ηλεκτρικού φορτίου υπό κάθε πιθανό κλιματικό σενάριο και με επαρκή εφεδρεία από το 2025 έως και το 2040. Οι νέες μονάδες αερίου έχουν μεγάλο βαθμό ενεργειακής απόδοσης, μικρό σχετικά τεχνικό ελάχιστο και μπορούν να λειτουργήσουν σε πολύ ταχύ ρυθμό ανόδου και καθόδου φορτίου. Επιπλέον μπορούν να καίνε ανανεώσιμα αέρια και πράσινο υδρογόνο.

Η μελέτη επάρκειας προσομοιώνει και υποθετικά σενάρια πρόωρης απόσυρσης παλαιών μονάδων φυσικού αερίου καθαρά για οικονομικούς λόγους, δηλαδή αδυναμίας ανάκτησης κόστους από τη χονδρική αγορά μετά την ένταξη των τριών νέων μεγάλων μονάδων. Τυχόν πρόωρη απόσυρση δύο ή τριών από τις παλαιότερες και λιγότερο ενεργειακά αποδοτικές μονάδες φυσικού αερίου θα έχει μικρή μόνο επίπτωση για την επάρκεια του συστήματος και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα απαιτηθούν μέτρα για πρόσθετη ισχύ.

Αν όμως αποσυρθούν πρόωρα αρκετές από τις παλαιές μονάδες φυσικού αερίου για οικονομικούς λόγους, η επάρκεια του συστήματος και οι εφεδρείες δεν θα είναι εξασφαλισμένες με αποτέλεσμα η προσομοίωση να δείχνει περίπτωση περικοπής φορτίου πάνω από τα αποδεκτά όρια. Το πρόβλημα επισημαίνεται και από τους μελετητές του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, οι οποίοι στο τελικό του σχέδιο επισημαίνουν ότι, είναι καθαρά οικονομικό και όχι τεχνικό, και «αφορά στη διασφάλιση της βεβαιότητας ανάκτησης του κόστους λειτουργίας και συντήρησης με εύλογη απόδοση του αναπόσβεστου απασχολουμένου κεφαλαίου των τριών νέων αλλά κυρίως και των ενεργειακά και λειτουργικά αποδοτικών μονάδων φυσικού αερίου που λειτουργούν σήμερα».

Μηχανισμοί βασισμένοι στην καθαρή λειτουργία της αγοράς δεν εξασφαλίζουν επαρκή επιχειρηματική βεβαιότητα για εύλογη ανάκτηση του κόστους και κατά συνέπεια ενέχεται ο κίνδυνος πρόωρης απόσυρσης των παλαιών μονάδων εκτοπισμένες οικονομικά από τις τρεις νέες μεγάλες μονάδες. Άρα για τη εξασφάλιση της επάρκειας συστήματος και την αποτελεσματική συμπλήρωση και εξισορρόπηση των ΑΠΕ με υπηρεσίας ευελιξίας όπως απαιτείται είναι αναγκαία η διασφάλιση βεβαιότητας σε κάποιο βαθμό για την ανάκτηση
του κόστους των μονάδων, περιλαμβανομένων των πιο αποδοτικών από τις παλαιές μονάδες φυσικού αερίου.

Ένας τέτοιος μηχανισμός θα αμείβει ταυτόχρονα και υπηρεσίες ευελιξίας και εφεδρείας από αποθηκευτικά μέσα κάθε είδους, από την απόκριση της ζήτησης και από τα υδροηλεκτρικά στον βαθμό που συμμετέχουν στη διάρκεια μεγάλης ανόδου φορτίου. Με τη θέση σε εφαρμογή ενός τέτοιου μηχανισμού αμοιβής διαθεσιμότητας με βάση ειδικές τεχνικές απαιτήσεις η μελέτη επάρκειας υπολογίζει ότι η επάρκεια και οι εφεδρείες είναι ασφαλείς και εντός των αποδεκτών ορίων μέχρι το 2040. Μετά το 2040, ρόλο ενίσχυσης της επάρκειας και εφεδρείας αναμένεται να διαδραματίσει το υδρογόνο και τα ανανεώσιμα αέρια.