Συνταγματικό Θεμέλιο της Αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής η Πρόσφατη Νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας

Συνταγματικό Θεμέλιο της Αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής η Πρόσφατη Νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας
Της Κατερίνας Ηλιάδου*
Δευ, 17 Μαΐου 2021 - 13:41

Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται αναμφισβήτητα στον πυρήνα του σύγχρονου πολιτικού σχεδιασμού και αντιπαράθεσης, καθώς κινητοποιεί όχι μόνο τις διεκδικήσεις της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και τον δημόσιο διάλογο και τον νομοθέτη και την διοίκηση, όπως αποδεικνύεται από την θέσπιση ειδικής νομοθεσίας για το θέμα τόσο σε Ευρωπαϊκό (δέσμη μέτρων ΕΕ για την καθαρή ενέργεια, «πράσινη συμφωνία»), όσο και σε εθνικό επίπεδο (ΕΣΕΚ, ειδική νομοθεσία για τα θέματα της προώθησης των ΑΠΕ και της δίκαιης μετάβασης). Άλλωστε, η ανάγκη καταπολέμησης

 της κλιματικής αλλαγής, όπως έχει αποτυπωθεί σε σαφείς στόχους για την μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων και την αποφυγή της περαιτέρω αύξησης της θερμοκρασίας, έχει αποτυπωθεί σε κείμενα διεθνούς συνεργασίας και ειδικότερα στο Πρωτόκολλο του Κιότο και στην Συμφωνία των Παρισίων (2015). Η νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων (ενδεικτικώς ΣτΕ Ολ 2499/2012) λαμβάνει επίσης υπόψη τα δεδομένα αυτά, τα οποία συμβάλλουν στην θεμελίωση δικαστικών κρίσεων περί της συνταγματικότητας βασικών επιλογών του νομοθέτη, όπως είναι η απόφαση να επιτρέπεται η εγκατάσταση αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες εκτάσεις, παρά την διάταξη του 117 παρ. 3 Σ, που οδηγεί εκ πρώτης όψεως σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η νομολογία αυτή είναι μία απόδειξη του τρόπου κατά τον οποίο επηρεάζεται η νομική θεμελίωση και κρίση από την βασική επιλογή καταπολέμησης του κλιματικού προβλήματος.

Στην ίδια λογική κινείται η πρόσφατη απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 24ης Μαρτίου 2021 (1 BvR 2656/18 – 1BvR 78/20-1 BvR 96/20 – 1 BvR 288/20) με θέμα την προστασία του κλίματος. Η απόφαση αυτή ωστόσο είναι αρκετά πρωτοποριακή διεθνώς και έτσι αξίζει μία πιο εγγύτερη προσέγγιση.

Αντικείμενο των συνταγματικών προσφυγών που εξετάστηκαν εν προκειμένω ήταν αφενός συγκεκριμένες διατάξεις του Ομοσπονδιακού νόμου για το Κλίμα του Δεκεμβρίου 2019 (BGBl I S. 2513) και αφετέρου, η παράλειψη του νομοθέτη να λάβει επαρκή μέτρα για την άμεση μείωση των εκπομπών και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα, τα οποία ωστόσο είναι αναγκαία για την καταπολέμηση της αύξησης της θερμοκρασίας στον πλανήτη, όπως έχει συμφωνηθεί διεθνώς. Ως συνταγματικό θεμέλιο για την προσφυγή, οι προσφεύγοντες, πολλοί από τους οποίους ανήλικοι και κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη, επικαλέστηκαν τις συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ζωής και της ιδιοκτησίας (που διακινδυνεύει εξαιτίας της αύξησης της στάθμης της θάλασσας), αλλά και ένα «θεμελιώδες δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές μέλλον» (Grundrecht auf menschenwürdige Zukunft) και ένα «θεμελιώδες δικαίωμα στο ελάχιστο όριο οικολογικώς αξιοπρεπούς διαβίωσης» (Grundrecht auf das ökologische Existenzminimum). Τα δύο τελευταία δικαιώματα δεν τυποποιούνται βεβαίως στον Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης (Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) ρητώς, συνάγονται ωστόσο κατά τους προσφεύγοντες από τις συνταγματικές διατάξεις κατά τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα στη ζωή σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος καθώς και σε συνδυασμό με την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ήδη, αυτή η κατάστρωση των επιχειρημάτων των προσφευγόντων, κατά την οποία αναδεικνύονται νέα δικαιώματα συνταγματικής περιωπής, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης για το κλίμα, προκαλεί το ενδιαφέρον. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα άλλωστε είναι και η επίκληση από τους προσφεύγοντες συλλήβδην των θεμελιωδών ελευθεριών, η άσκηση των οποίων τελεί σε διακινδύνευση μελλοντικά, ενόσω το κράτος παραλείπει να ανταπεξέλθει ήδη από το παρόν στις υποχρεώσεις άμεσης μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Η θεμελίωση της κρίσης του Δικαστηρίου επί των ανωτέρω είναι εξαιρετικά αναλυτική, ήδη έχει κινητοποιήσει τον επιστημονικό διάλογο για το θέμα και αναμένεται να απασχολήσει και στο μέλλον. Είναι έτσι χρήσιμο να επισημανθούν τα βασικά σημεία της σκέψης του Δικαστηρίου:

(α) Το αντικειμενικό περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων για την προστασία της ζωής περιλαμβάνει και την προστασία από βλάβη συνταγματικών αγαθών που προκαλείται από περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις, ανεξάρτητα από την πηγή κινδύνου. Η κρατική υποχρέωση προστασίας της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας κατά το άρθρο 2 παρ 1 του Θεμελιώδους Νόμου περιλαμβάνει και την προστασία από κινδύνους που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή, η δε αντικειμενικώς θεμελιωμένη υποχρέωση προστασίας λειτουργεί και υπέρ των μελλοντικών γενεών. Ωστόσο, οι δυνατότητες δικαστικού ελέγχου στο σημείο αυτό είναι μάλλον μειωμένες, καθώς ελέγχεται μόνον η προφανής αστοχία του νομοθέτη να ανταπεξέλθει στις συνταγματικά θεμελιωμένες υποχρεώσεις του.

(β) Υποχρέωση κρατικής προστασίας για το κλίμα θεμελιώνεται με βάση το ά. 20α του Θεμελιώδους Νόμου, για την προστασία του περιβάλλοντος και μάλιστα αυτή η υποχρέωση κρατικής προστασίας κατευθύνει προς την βασική απόφαση για κλιματική ουδετερότητα. Αυτή η ερμηνεία δεν συνεπάγεται σύμφωνα με το Δικαστήριο σειρά τάξης και προτεραιότητα υπέρ της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά αποτυπώνει μία παράμετρο που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε περίπτωση στάθμισης μεταξύ συγκρουόμενων συνταγματικών αγαθών και αρχών. Οπωσδήποτε η σημασία της προστασίας του κλίματος αυξάνει πάντως, ενόσω επιδεινώνεται η κλιματική αλλαγή. Ακόμη, η αβεβαιότητα για το μέλλον, γεννά μία ειδική υποχρέωση μέριμνας σε βάρος του νομοθέτη, να συνεκτιμά βάσει των ενδείξεων που ήδη διαθέτει για το επιβαρυντικό αποτέλεσμα ορισμένων επιλογών το ενδεχόμενο σημαντικής και ανεπανόρθωτης βλάβης.

(γ) Το γεγονός ότι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής εξαρτάται από δραστηριοποίηση και σύμπραξη σε παγκόσμιο επίπεδο δεν απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις του. Η συνταγματική επιταγή για την προστασία του κλίματος απαιτεί δραστηριοποίηση του κράτους στο διεθνές επίπεδο για την λήψη μέτρων παγκόσμιας προστασίας του κλίματος και υποχρεώνει σε διεθνή συνεργασία για το σκοπό αυτό. Το κράτος δεν απαλλάσσεται της ειδικής ευθύνης που του αναλογεί βάσει του συντάγματος, λόγω των επιλογών άλλων κρατών.

(δ) Βάσει του ανωτέρω συνταγματικού πλαισίου, η απόφαση για καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και ειδικότερα η απόφαση για μείωση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, έχει συνταγματικό θεμέλιο.

(ε) Η ελευθερία, όπως κατοχυρώνεται μέσω των συνταγματικών διατάξεων για τα θεμελιώδη δικαιώματα, έχει μια διαχρονική διάσταση, με την έννοια ότι δεν μπορεί οι σημερινές επιλογές να μειώνουν το περιθώριο άσκησης μελλοντικής ελευθερίας υπέρμετρα. Έτσι, βάσει της υποκειμενικής λειτουργίας των δικαιωμάτων, η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων εκτείνεται και στην αποτροπή της μονομερούς μελλοντικής αναβολής των μέτρων που απαιτούνται για την προς τον σκοπό της μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου.

Βάσει των ανωτέρω, η προστασία μελλοντικής ελευθερίας απαιτεί την έγκαιρη λήψη μέτρων για την μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, δίνοντας κατευθύνσεις για την μελλοντική ανάπτυξη. Και βέβαια, αυτές οι αποφάσεις πρέπει να γίνονται από τον νομοθέτη υπό συνθήκες δημοσιότητας, έτσι ώστε να είναι εφικτή από ρυθμιστική άποψη η διασφάλιση της μελλοντικής ελευθερίας.

Στο τελευταίο ανωτέρω σημείο άλλωστε συμπυκνώνεται η πρωτοποριακή προσέγγιση του Δικαστηρίου συνολικά, αφού τελικά εισάγεται στην νομική σκέψη μία νέα προστατευτική διάσταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αυτή της διαχρονική διασφάλισης της ελευθερίας, για την οποία οφείλει να κινητοποιείται ο νομοθέτης, αφού οι σημερινές επιλογές, μειώνουν το περιθώριο επιλογών για τον μελλοντικό, δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα γίνεται τελικά και ζήτημα διαχρονικής δημοκρατίας.

Η σημασία της απόφασης είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτό που διαφαίνεται από την σύντομη περιγραφή που γίνεται εν προκειμένω. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πως η θεωρία θα επεξεργαστεί την νέα δογματική κατασκευή για την διαχρονική προστατευτική λειτουργία των δικαιωμάτων, καθώς και τι αποτέλεσμα θα έχει η απόφαση στο πλαίσιο του διαλόγου των δικαστηρίων διαφορετικών εννόμων τάξεων και της ΕΕ.

 

* Αικατερίνη Ν. Ηλιάδου

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής Σχολής

Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

ΔΝ Δικηγόρος