Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φοβούνται την καταστροφή αν αφήσουν την ελληνική κυβέρνηση να μην αποπληρώσει το χρέος της και να εγκαταλείψει το ευρώ. Το αποτέλεσμα αυτό όμως ίσως να μην είναι τόσο κακό όσο φαίνεται. Η εμπειρία της Ρωσίας δείχνει ότι αυτό που μοιάζει με καταστροφή αρχικά, μπορεί να αποδειχτεί κάτι διαφορετικό στη συνέχεια.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φοβούνται την καταστροφή αν αφήσουν την ελληνική κυβέρνηση να μην αποπληρώσει το χρέος της και να εγκαταλείψει το ευρώ. Το αποτέλεσμα αυτό όμως ίσως να μην είναι τόσο κακό όσο φαίνεται. Η εμπειρία της Ρωσίας δείχνει ότι αυτό που μοιάζει με καταστροφή αρχικά, μπορεί να αποδειχτεί κάτι διαφορετικό στη συνέχεια.

Μετά από τρία χρόνια κρίσης, υψηλής ανεργίας και πτωτικού βιωτικού επιπέδου στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ απαιτούν περισσότερη λιτότητα σε αντάλλαγμα για έκτακτα δανεικά. Η λογική τους είναι ότι ο πόνος από μια χρεοκοπία και εγκατάλειψη του ευρώ θα ήταν τόσο καταστροφικός, ώστε είναι καλύτερο να ζητούν από τις κυβερνήσεις να μειώσουν τις δαπάνες τους εν μέσω μιας ύφεσης.

Ούτε η λιτότητα, ούτε τα δάνεια όμως δεν θα λύσουν το θεμελιώδες πρόβλημα. Για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία, η αξία του ευρώ έναντι στα δικά τους νομίσματα είναι πολύ υψηλή. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομίες τους δεν είναι ανταγωνιστικές, καθιστώντας δύσκολο να παράγουν αρκετό χρήμα για το χρέος τους. Εντωμεταξύ, το βάρος των αποπληρωμών τις κάνουν ανήμπορες να παράγουν ανάπτυξη, η οποία θα ωφελούσε.

Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι αντίστοιχο με εκείνο που αντιμετώπισαν πολλές αναδυόμενες αγορές, ιδίως η Ρωσία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Ρωσία αποφάσισε να συνδέσει το ρούβλι με το δολάριο, σε μια κίνηση που μοιάζει με τη νομισματική ένωση. Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε, τα επιτόκια μειώθηκαν, αλλά η μεγάλη αξία του ρουβλίου απέναντι στο δολάριο έκανε τη Ρωσία μη ανταγωνιστική. Οι εισαγωγές αντικατέστησαν την εγχώρια παραγωγή και η οικονομία δε μπορούσε να παράγει ανάπτυξη. Οι επενδυτές έχασαν την εμπιστοσύνη τους στην αξιοπιστία της Ρωσίας και το κόστος δανεισμού αυξήθηκε.

Ο Φόβος της Χρεοκοπίας

Όπως και στην Ελλάδα, το ΔΝΤ, οι κυβερνήσεις και οι κάτοχοι του ρωσικού χρέους, αντιμετώπιζαν την χρεοκοπία και την υποτίμηση ως τον Αρμαγεδωνα. Μετά την οικονομική κρίση της Ασίας το 1997, η Ρωσία αποτελούσε την ύστατη μάχη. Ήταν απλά πολύ μεγάλη για να αποτύχει. Η κυβέρνησή της έλαβε το μήνυμα ότι η χρεοκοπία θα σήμαινε πως η Ρωσία δεν θα είχε πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου για μια γενιά και ότι το ξένο χρήμα δεν θα τολμούσε να επιστρέψει.

Στα τέλη του 1997 και στις αρχές του 1998, η Ρωσία έλαβε τεράστια δάνεια από τη Γερμανία, την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα ως αντιστάθμισμα για την απροθυμία των αγορών να της δανείσουν. Αλλά τα δάνεια δεν αντιμετώπισαν το βασικό ζήτημα. Τελικά, στις 17 Αυγούστου του 1998, η Ρωσία ενέδωσε στις πιέσεις της αγοράς και έπραξε το αδιανόητο: Η κεντρική τράπεζα επέτρεψε στο ρούβλι να «γλιστρήσει» και η κυβέρνηση άφησε εκκρεμή δισεκατομμύρια δολάρια χρέους. Αλλά η καταστροφή δεν ήρθε.

Η Δεκαετής Ανάπτυξη

Ο πόνος διήρκησε μόλις έξι μήνες και ακολούθησε μια δεκαετία ανάπτυξης, κατά την οποία η αξία της οικονομικής παραγωγής σε δολάρια αυξήθηκε στο δεκαπλάσιο και το χρηματιστήριο στο 20πλάσιο. Ο ιδιωτικός τομέας αντέδρασε προβλέψιμα στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας που προσέδωσε η υποτίμηση – και οι πετρελαϊκές τιμές – και ανέκαμψε για πρώτη φορά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι διεθνείς επενδυτές ξαναδάνεισαν την Ρωσία εντός 12 μηνών και η κυβέρνηση αποπλήρωσε τελικά ένα μεγάλο μέρος των δανεικών της στο ακέραιο, συχνά νωρίτερα του αναμενόμενου.

Αν και φαντάζει μακρινή σε σχέση με την Ευρώπη, η εμπειρία της Ρωσίας μπορεί να εμπεριέχει σημαντικά μαθήματα. Σήμερα, η χρεοκοπία και η απομάκρυνση από την ευρωζώνη μοιάζει με αποτυχία. Οι κυβερνήσεις φοβούνται να μην τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους και να φανούν αφερέγγυες στα μάτια των ψηφοφόρων και των αγορών. Σίγουρα, το πολιτικό κεφάλαιο που επενδύθηκε στο ευρώ είναι μεγαλύτερο από οτιδήποτε αντίστοιχο παράδειγμα στις αναδυόμενες οικονομίες. Αλλά τα οικονομικά είναι πολύ όμοια.

Ανάγκη για Τόνωση

Εξερχόμενη από την παγκόσμια κρίση του 2008, με αναιμική ανάπτυξη και τράπεζες που δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να δανείσουν, η Ελλάδα και άλλες περιφερειακές χώρες της Ε.Ε. χρειάζονται να ενισχύσουν τις οικονομίες τους. Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μειώνοντας τα επιτόκια, διότι η ΕΚΤ διαθέτει την αρμοδιότητα αυτή. Επίσης, δεν μπορούν να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες γιατί οι δανειστές απαιτούν σφιχτή οικονομική πολιτική.

Ως αποτέλεσμα, τους απομένει η τρομερή απόφαση να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα μειώνοντας τους μισθούς και τα κόστη – μια προσέγγιση που μεταφράζεται σε πόνο για τους περισσότερους ψηφοφόρους.

Η ρωσική εμπειρία δεν προϊδεάζει καλά για την δυνατότητα των διεθνών δανειστών να περιορίσουν το πρόβλημα της Ελλάδος. Το μόνο αποτέλεσμα των ξένων δανείων προς τη Ρωσία ήταν ότι επέτρεψαν στον ιδιωτικό τομέα να ξεφορτωθεί το δημόσιο χρέος και να φορτώσει τα λάθη του στο εξωτερικό.

Η Αποφυγή των Υποχρεώσεων

Σε όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια, τα πρώτα βήματα προς τη λιτότητα οδήγησαν στην αντίθετη κατεύθυνση από ότι αναμένετο. Το κόστος του χρέους αυξάνεται και η αξιοπιστία των κυβερνήσεων μειώνεται. Η εθνική ενότητα δεν έχει επιτευχθεί. Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά κάνουν ότι είναι λογικά και προσπαθούν να αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Οι διαδηλωτές βρίσκονται στους δρόμους και οι πολιτικοί καταψηφίζονται. Τα οικονομικά και πολιτικά κόστη της αντίστασης κατά της πίεσης της αγοράς αυξάνονται.

Αντιθέτως, αν η Ελλάδα και άλλες χώρες χρεοκοπούσαν και εγκατέλειπαν το ευρώ, θα μπορούσαν να τονώσουν τις οικονομίες τους και τα νομίσματά τους θα έφταναν σε ένα επίπεδο ικανό να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα. Επιπλέον, η πρώτη χώρα που θα το έπραττε θα κέρδιζε τα περισσότερα.

Το μάθημα της Ρωσίας από το 1998 είναι ότι πολύ γρήγορα το απίθανο μπορεί να γίνει αναπόφευκτο, ακριβώς επειδή είναι επικερδές.