Πριν ο κ. Κώστας Σημίτης αποφασίσει να παραδώσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στον κ. Γ. Α. Παπανδρέου, ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν αρχικά αναπληρωτής και στην συνέχεια υπουργός Εξωτερικών της χώρας, έως και τον Μάρτιο του 2004. Υπό αυτές τις ιδιότητες και λόγω της αρίστης γνώσεως της αγγλικής, ο σημερινός πρωθυπουργός είχε πολύτιμες για την πολιτική του καρριέρα γνωριμίες και επαφές, σε διεθνές επίπεδο και βεβαίως άνετη πρόσβαση σε πλήθος πληροφοριών, οι οποίες στην ουσία ήσαν σημαντική πηγή γνώσεων

Πριν ο κ. Κώστας Σημίτης αποφασίσει να παραδώσει την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στον κ. Γ. Α. Παπανδρέου, ο σημερινός πρωθυπουργός ήταν αρχικά αναπληρωτής και στην συνέχεια υπουργός Εξωτερικών της χώρας, έως και τον Μάρτιο του 2004.

Υπό αυτές τις ιδιότητες και λόγω της αρίστης γνώσεως της αγγλικής, ο σημερινός πρωθυπουργός είχε πολύτιμες για την πολιτική του καρριέρα γνωριμίες και επαφές, σε διεθνές επίπεδο και βεβαίως άνετη πρόσβαση σε πλήθος πληροφοριών, οι οποίες στην ουσία ήσαν σημαντική πηγή γνώσεων. Επίσης, ο πρεσβύτερος υιός του Ανδρέα και της Μαργαρίτας Παπανδρέου εφλέγετο από την επιθυμία να γίνει πρωθυπουργός –φιλοδοξία θεμιτή, που για τον ίδιο θα αποτελούσε κα μέγιστη μορφή αυτο-ολοκλήρωσης. Στον ίδιο έτσι εναπόκειτο η χάραξη της στρατηγικής για την επίτευξη του στόχου και η επιλογή των μέσων που θα εξυπηρετούσαν την στρατηγική αυτή.

Πρώτος και εύκολος στόχος του Γ. Α. Παπανδρέου ήταν η υπονόμευση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία άσκησε την εξουσία από τον Μάρτιο του 2004 έως τον Οκτώβριο του 2009. Το έργο αυτό ήταν σχετικά εύκολο διότι, την πρώτη περίοδο της διακυβερνήσεώς της, παρά την ισχυρή πλειοψηφία της, η ΝΔ δεν φρόντιζε παρά να ικανοποιεί πολιτικούς της πελάτες και την αμίμητη αριστερά, ενώ την περίοδο 2007-2009 είχε κυριολεκτικά από μόνη της καταρρεύσει.

Από την θητεία του στο υπουργείο Εξωτερικών, ο Γ. Α. Παπανδρέου είχε «γοητευθεί» από τον περίφημο «τρίτο δρόμο» προς τον σοσιαλισμό και, κυρίως, από την επί εποχής Κλίντον στις ΗΠΑ εκδοχή του. Αυτή την εκδοχή προσπάθησε να την μεταφυτεύσει στο τριτοκοσμικό ΠΑΣΟΚ του πατέρα του, αλλά εις μάτην. Με αποτέλεσμα, χάνοντας τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007, παρ’ ολίγον να χάσει και την αρχηγία του Κινήματος. Έτσι, αφού επεβίωσε, υιοθέτησε όλες τις δοκιμασμένες πρακτικές του τριτοκοσμικού και αντισημιτικού ΠΑΣΟΚ, έχοντας όμως κατά νουν και κάποιες παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις τις οποίες κάποιοι σύμβουλοί του παρουσίαζαν με τρόπο που τον ευχαριστούσε.

Έτσι, οι σύμβουλοί του αυτοί είχαν πείσει τον Γ. Α. Παπανδρέου ότι οι παγκόσμιες οικονομικές ροές κεφαλαίων –κερδοσκοπικών και μη– ήσαν τέτοιες που ανά πάσα στιγμή η Ελλάδα, ως μέλος της ευρωζώνης, δεν θα είχε πρόβλημα να αντλεί δάνεια. Είχε επίσης πεισθεί ότι με τα δάνεια αυτά θα μπορούσε, όπως και ο πατέρας του την δεκαετία τού 1980, να χρηματοδοτεί την κατανάλωση και να δημιουργεί με δανεικά την αίσθηση μιας πλασματικής ευμάρειας, όπως είχε συμβεί στις ΗΠΑ την περίοδο της προεδρίας Κλίντον.

Περίοδος στην διάρκεια της οποίας η Γουώλλ Στρητ γνώρισε απίστευτες ημέρες δόξας και δύο κρατικά ελεγχόμενες εν μέρει κτηματικές τράπεζες χρηματοδότησαν μία πρωτοφανή φούσκα ακινήτων. Αναπτύχθηκε έτσι στις ΗΠΑ μία «οικονομία χρέους», την οποία ο υπογράφων αποκαλεί «δανειακό σοσιαλισμό». Το 2007, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ είχε φθάσει τα 11,6 τρισεκατ. δολλάρια και το συνολικό ιδιωτικό χρέος τα 28 τρισεκατ. δολλάρια, από τα οποία τα 13 τρισεκατ. ήταν στεγαστικά δάνεια. Την ίδια περίοδο, ο σοσιαλίζων νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος κ. Τζότζεφ Στίγκλιτζ, σήμερα σύμβουλός του, εξηγούσε στον Γ. Α. Παπανδρέου –που στο μεταξύ είχε εκλεγεί και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς– ότι στις ΗΠΑ είχε εκδηλωθεί μία οξύτατη κρίση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων η οποία οφείλετο στον «φονταμενταλισμό» της αγοράς και τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά μάλλον θα αργούσε να επεκταθεί στην Ευρώπη.

Προφανώς ο κ. Τζ. Στίγκλιτζ δεν είχε υπολογίσει –και με το δίκιο του– τον αστάθμητο παράγοντα της πτωχεύσεως εν μία νυκτί της Λήμαν Μπράδερς, η κατάρρευση της οποίας έφερε στο προσκήνιο δύο φαινόμενα: αφ’ ενός, τον «καπιταλισμό της απληστίας» και τις χρηματοοικονομικές του παρενέργειες και, αφ’ ετέρου, τον «δανειακό σοσιαλισμό», που είχε φορτώσει την Ελλάδα με 290 δισεκατ. ευρώ δημόσιο χρέος και περίπου 210 δισεκατ. ευρώ ιδιωτικό χρέος μαζί με τις μεταχρονολογημένες επιταγές.

Ως φαίνεται, όμως, οι αριθμοί αυτοί ουδόλως προβλημάτισαν τον Γ. Α. Παπανδρέου –ο οποίος το μόνο που ήθελε ήταν να κατακτήσει την εξουσία ώστε να παγιώσει την θέση του στο ΠΑΣΟΚ, για το οποίο τα πέντε και πλέον χρόνια εκτός εξουσίας και μακρυά από τα δημόσια ταμεία ήταν πολλά.

Τότε, μία ομάδα αντιευρωπαϊστών κεϋνσιανών οικονομολόγων, που σήμερα μάχεται για την πτώχευση της χώρας και την έξοδό της από την ευρωζώνη, έπεισε τον Γ. Α. Παπανδρέου ότι θα μπορούσε να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε η τελευταία, μέσω της κραταιάς γερμανικής οικονομίας, να στηρίξει την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, «λεφτά υπάρχουν, πρόεδρε», είπαν οι «μεγάλοι» αυτοί οικονομολόγοι στον φιλόδοξο Γ. Α. Παπανδρέου, πείθοντάς τον μάλιστα να έλθει και σε αντιπαράθεση με την Γερμανία για λόγους εσωτερικής καταναλώσεως. Επίσης, έχοντας διαβεβαιώσεις περί δανεισμού και από τον τότε γενικό διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κ. Ντομινίκ Στρως-Καν, ο νυν πρωθυπουργός απεφάσισε να εκβιάσει την κατάσταση και να επωφεληθεί από την αδυναμία του προκατόχου του κ. Κώστα Καραμανλή να κυβερνήσει.

Σήμερα, ο Γιώργος Παπανδρέου παίζει ένα πολύ επικίνδυνο χαρτί. Γνωρίζει ότι η Δύση είναι τόσο υπερχρεωμένη, που δεν την συμφέρει να πυροδοτήσει την ελληνική πτώχευση. Συνεχίζει λοιπόν να δανείζεται υπέρογκα ποσά, τα οποία ποτέ δεν θα πληρωθούν. Όμως αυτό δεν έχει σημασία. Ο Γ. Α. Παπανδρέου έγινε πρωθυπουργός. Στην πολιτική, αυτό ήταν το μέγα ζητούμενο. Διότι ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι, κατά τον διάσημο οικονομολόγο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, «μακροπροθέσμως θα είμαστε όλοι νεκροί». Εξ άλλου, τον ίδιο και τους κομματικούς του φίλους, η παγίδα του δημοσίου χρέους δεν τους αφορά.

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ", 15/06/2011)