Ειδικότερα, αφού τονίζει ότι «οι απόψεις αυτές δεν στηρίζονται ούτε στην κείμενη νομοθεσία ούτε στην κοινή λογική», η ΠΟΣΠΗΕΦ, στην ανακοίνωσή της, κάνει εκτενή αναφορά σε όσα προβλέπει η ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία:
‘‘Είναι ξεκάθαρο ότι υπόχρεος για το κόστος της ανακύκλωσης είναι ο «παραγωγός αποβλήτων», δηλαδή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παράγει ή τοποθετεί – εισάγει για πρώτη φορά το προϊόν (εν προκειμένω τα Φ/Β πάνελ) στην ελληνική αγορά.
Την υποχρέωση αυτή την εκπληρώνει μετέχοντας σε Συλλογικό Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΣΕΔ), δηλαδή σε ειδικά αδειοδοτημένο από τον Ε.Ο.ΑΝ. νομικό πρόσωπο, το οποίο μεριμνά για την οργάνωση και τον συντονισμό των εργασιών ανακύκλωσης. Η συμμετοχή γίνεται με σύμβαση προσχώρησης, βάσει της οποίας ο παραγωγός πληρώνει χρηματική εισφορά ανάλογη με τις ποσότητες που εισάγει στην αγορά. Η νομοθεσία προβλέπει, περαιτέρω, ότι για τα «παλιά» απόβλητα υπόχρεοι είναι οι χρήστες/κάτοχοι των πάνελ.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/19/EU είναι απολύτως σαφής.
Η Οδηγία εισάγει διάκριση ανάμεσα σε «παλιά» και «νέα» φωτοβολταϊκά πάνελ, με ημερομηνία αναφοράς την 13η Αυγούστου 2012 — διάκριση που θεσπίζεται από τον ενωσιακό νομοθέτη και όχι από εθνικές αρχές ή εμπειρογνώμονες. Ο δόκιμος όρος για τα «παλιά» πλαίσια είναι «ιστορικά απόβλητα» και η χρηματοδότηση της ανακύκλωσής τους πράγματι βαρύνει τους χρήστες/κατόχους. Για τα υπόλοιπα απόβλητα, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στους παραγωγούς του εξοπλισμού, δηλαδή στα πρόσωπα που τον τοποθέτησαν στην αγορά.
Με ποια λογική ορισμένοι υποστηρίζουν ως ημερομηνία αναφοράς το 2020;
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ως έτος αναφοράς για τα ιστορικά απόβλητα πρέπει να θεωρηθεί το 2020, επειδή τότε αδειοδοτήθηκε για πρώτη φορά ΣΣΕΔ για τα Φ/Β πλαίσια στην Ελλάδα. Η θέση αυτή δεν έχει κανένα νομικό έρεισμα, καθώς η ημερομηνία αναφοράς ορίζεται ρητά από την Οδηγία και δεν συνδέεται με το πότε ο παραγωγός αποφασίζει να ιδρύσει Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης (ΣΕΔ).
Με βάση το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, ο παραγωγός των Φ/Β πάνελ (ή ο πρωτοθέτης τους στην αγορά) είναι αυτός που υποχρεούται να οργανώνει τα ΣΣΕΔ. Επομένως, δεν μπορεί η ευθύνη του να γεννάται μόνο όταν – και αν – ιδρύσει ΣΕΔ. Εάν ένας παραγωγός δεν προχωρήσει ποτέ στη σύσταση ΣΕΔ, θα σημαίνει ότι η υποχρέωσή του δεν εκκινεί ποτέ; Ή ότι η εναλλακτική διαχείριση πρέπει να μετατεθεί στους χρήστες/κατόχους;
Υποστηρίχθηκε επίσης ότι πριν το 2020 δεν υπήρχε μηχανισμός διαχείρισης αποβλήτων ή επιμερισμού κόστους.
Ακόμη κι αν αυτό ήταν αληθές, δεν αποτελεί κανέναν λόγο απαλλαγής των παραγωγών και μετακύλισης του κόστους στους κατόχους. Η απουσία μηχανισμού δεν μπορεί να δημιουργεί εξαιρέσεις από το δίκαιο ούτε να αναιρεί ευθύνες που απορρέουν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Ας υπενθυμίσουμε ότι τόσο η Οδηγία του 2012 όσο και η ΚΥΑ του 2014 (η οποία, σημειωτέον, ακόμη δεν έχει εναρμονιστεί με την τροποποίηση του 2024 ως προς το έτος αναφοράς) είναι ξεκάθαρες:
Για τα μη ιστορικά απόβλητα, υπόχρεοι είναι αποκλειστικά οι παραγωγοί των πάνελ, ανεξάρτητα από το πότε συγκρότησαν αδειοδοτημένο από τον Ε.Ο.ΑΝ. σύστημα εναλλακτικής διαχείρισης.
Δεν επιτρέπεται, δε, να γίνεται λόγος για «αιφνιδιασμό» των παραγωγών ή «ανασφάλεια δικαίου». Από το 2012 —και σίγουρα από το 2014— γνώριζαν απολύτως τις υποχρεώσεις τους. Εάν υπήρξαν καθυστερήσεις στη σύσταση ΣΕΔ, την ευθύνη φέρουν αμφότεροι: οι παραγωγοί και οι πολιτικοί ιθύνοντες που δεν άσκησαν επαρκή πίεση. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί σήμερα να χρησιμοποιείται ως βάση για μετακύλιση κόστους σε τρίτους.
Ο τελικός στόχος όσων προωθούν τη νέα αυτή ερμηνεία είναι προφανής:
Να μετατεθεί το κόστος ανακύκλωσης όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων Φ/Β αποβλήτων στους τελικούς χρήστες/κατόχους – δηλαδή στους παραγωγούς ενέργειας.
Οι παραγωγοί ενέργειας, όμως, έχουν ήδη επωμιστεί υπέρμετρα βάρη τα τελευταία χρόνια: έκτακτες φορολογήσεις Φ/Β σταθμών, αναδρομικές μειώσεις ταριφών (Ν. 4254), περικοπές παραγωγής, μηδενικές και αρνητικές τιμές, καθυστερήσεις αδειοδοτήσεων και ηλέκτρισης, πρόσθετα έξοδα τηλεεποπτείας, τεχνικές δυσλειτουργίες, καθώς και πλήθος άλλων επιβαρύνσεων. Δεν είναι δυνατόν να προστεθεί και ένα ακόμη κόστος που δεν τους αναλογεί.
Με τις τρέχουσες τιμές (σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Ε.Ο.ΑΝ. του 2025), το κόστος ανακύκλωσης των Φ/Β πάνελ φτάνει τις 18.000 ευρώ για ένα πάρκο 1 MW.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη:
Να εφαρμοστεί πλήρως και χωρίς παρερμηνείες το ευρωπαϊκό και το εθνικό δίκαιο και να κατανεμηθεί η ευθύνη ανακύκλωσης όπως ακριβώς προβλέπεται από αυτό, μεταξύ παραγωγών εξοπλισμού και χρηστών.
Μόνον έτσι θα επιλυθεί οριστικά το ζήτημα της ανακύκλωσης. Οι αποσπασματικές και νομικά αβάσιμες «λύσεις» δεν επιλύουν το πρόβλημα· αντιθέτως, παραβιάζουν τον νόμο, εκθέτουν τον Ε.Ο.ΑΝ. και τη χώρα και περιπλέκουν περαιτέρω μία ήδη σύνθετη κατάσταση’’, καταλήγει η ΠΟΣΠΗΕΦ.