Tο «Unlocking EU Mineral Exploration» είναι κρίσιμο για το μέλλον της Ευρώπης. Αφορά την άρση εμποδίων και την προώθηση επενδύσεων, τις καινοτόμες τεχνολογίες για βιώσιμη έρευνα, τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να εξασφαλίσει πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες απαραίτητες για την οικονομική της δραστηριότητα, την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Οι συμμετέχοντες έθεσαν επί τάπητος την αδυναμία της Ευρώπης να αξιοποιήσει τους ορυκτούς της πόρους, εστίασαν στα προβλήματα χρηματοδότησης της εξορυκτικής δραστηριότητας (έρευνα και ανάδειξη νέων κοιτασμάτων), αλλά και στη σημασία της διαχείρισης της ζήτησης ως στρατηγικό παράγοντα για τη μείωση της εξάρτησης από την πρωτογενή εξόρυξη και πρότειναν λύσεις για τη γεφύρωση της κοινωνίας των πολιτών με τη βιομηχανία παραγωγής μετάλλων.
Σύμφωνα με τον Dr. Peter Tom Jones, Διευθυντή του KU Leuven Institute for Sustainable Metals and Minerals και δημιουργό του βραβευμένου ντοκιμαντέρ «Europe’s Lithium Paradox» που παρουσιάστηκε στη Raw Materials Week 2025, η Ευρώπη βρίσκεται σε “ψυχρό πόλεμο ορυκτών” μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ενώ παραμένει παρατηρητής λόγω έλλειψης δικών της ορυχείων και διυλιστηρίων. Αν και η Ευρώπη διαθέτει σημαντικά αποθέματα λιθίου, απαραίτητα για την ενεργειακή μετάβαση και την παραγωγή μπαταριών, δεν έχει αναπτύξει ενεργά ορυχεία. Το ντοκιμαντέρ κατέγραψε πρωτοποριακές εγκαταστάσεις όπως η ανακύκλωση μπαταριών της Umicore και η διύλιση λιθίου της Metso, δείχνοντας ότι η τεχνολογία υπάρχει — αλλά λείπει η πολιτική βούληση και η κοινωνική συναίνεση.
Χωρίς σημαντική όμως αύξηση της χρηματοδότησης, η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό των Ορυκτών Πρώτων Υλών της. Σημαντική είναι και η ανάγκη για πολύ μεγαλύτερη επένδυση στη διάθεση γεωεπιστημονικών δεδομένων και γνώσης στο κοινό. Σύμφωνα με την European Investment Bank και η Aurum Exploration η Ευρώπη χρειάζεται να αυξήσει την επένδυση για δημόσια γεωεπιστήμη κατά δέκα φορές, εάν θέλει να προωθήσει ουσιαστικά την έρευνα και να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη προμήθεια ορυκτών πρώτων υλών. Η γεωεπιστήμη χρειάζεται καλύτερη επικοινωνία προς το ευρύ κοινό, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική εμπιστοσύνη και η πολιτική στήριξη. Οι εθνικές γεωλογικές υπηρεσίες είναι ιδανικοί «διαμεσολαβητές γνώσης». Αναγκαία είναι η συνεχή επένδυση σε υποσχόμενες γεωλογικές περιοχές, για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών έρευνας, και για στενή συνεργασία μεταξύ βιομηχανίας, πανεπιστημίων και εθνικών γεωλογικών υπηρεσιών. Οι γεωλογικές υπηρεσίες βρίσκονται στο σημείο όπου συναντώνται η βιομηχανία, η έρευνα, η ακαδημαϊκή κοινότητα και η πολιτική. Εάν αυτή η πρακτική υιοθετηθεί συστηματικά σε όλη την Ευρώπη, η ήπειρος μπορεί να κλείσει την ψαλίδα με ανταγωνιστικές χώρες που σήμερα προσελκύουν περισσότερες επενδύσεις στην έρευνα.
Επιτακτική ανάγκη για χρηματοδότηση των έργων
Σύμφωνα με τους γνώστες του χώρου, η εξόρυξη ξεκινά πάντα με την έρευνα, όμως τα στατιστικά είναι αμείλικτα με ποσοστό αποτυχίας >99,9% στα πρώτα στάδια. Η πλήρης κατανόηση λοιπόν τού πώς δημιουργείται αξία σε ένα μεταλλευτικό έργο βοηθά επενδυτές και εταιρείες να διαχειριστούν ρίσκο και να σχεδιάσουν στρατηγικά.
Στην πρόσφατη έκθεσή της «Resources for Europe: Financing critical mineral supply chains, October 2025» η European Initiative for Energy Security (EIES) προτείνει τη δημιουργία του European Minerals Investment Network (E-MIN) – μιας μόνιμης πλατφόρμας που θα ενώνει δημόσιους και ιδιωτικούς επενδυτές, βιομηχανικούς αγοραστές και αναπτυξιακά έργα για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Με την Ευρώπη να εξαρτάται κατά >90% από εισαγωγές CRMs και τις πρόσφατες κινεζικές εξαγωγικές περιοριστικές πολιτικές, η ανάγκη για συντονισμένη χρηματοδότηση είναι επιτακτική. Nα σημειωθεί πως στην έκθεση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά στα στρατηγικά έργα Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών, στα οποία συμμετέχει η χώρα μας με το έργο της ΜΕTLEN για βωξίτη, αλουμίνα, αλουμίνιο και γάλλιο, συμβάλλοντας στην αυτονομία της Ευρώπης μεσομακροπρόθεσμα.
Η έκθεση καλεί για το σχηματισμό υβριδικών χρηματοδοτικών σχημάτων με συνδυασμό δημόσιου-ιδιωτικού κεφαλαίου, τη συμμετοχή του αμυντικού τομέα ως σταθερού αγοραστή, τη δημιουργία ενός EU Critical Raw Materials Centre για την παρακολούθηση, την προμήθεια και την αποθήκευση υλικών. Συνολικά παραθέτει ένα πλαίσιο για τη σύζευξη βιομηχανικής πολιτικής με επενδυτικά εργαλεία και μηχανισμούς απομείωσης κινδύνου.
Η ΕΙΕS τονίζει πως η εξασφάλιση επαρκούς και έγκαιρης χρηματοδότησης με ίδια κεφάλαια είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη έργων CRM, ιδίως για την εξόρυξη και την επεξεργασία που απαιτούν σημαντικό αρχικό κεφάλαιο, μεγάλους χρόνους παράδοσης και αντιμετωπίζουν κινδύνους που σχετίζονται με την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα του κόστους τους.
Επισημαίνει πως τα δημόσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εμπλέξουν τις εταιρείες που αναπτύσσουν τέτοια έργα στο πρώιμο δυνατό στάδιο για να δημιουργήσουν δυναμική και να μειώσουν τα χρονοδιαγράμματα επενδύσεων. Το 2024 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεισέφερε 25 εκατ. ευρώ στο Πρόγραμμα Junior Mining Programme (JUMP) που απευθύνεται σε μικρές εταιρείες εξόρυξης. Το 2025, η ΕΤΕπ επέκτεινε τη συμμετοχή της σε έργα εξόρυξης, ραφιναρίσματος και ανακύκλωσης CRM, ευθυγραμμιζόμενη με τις προτεραιότητες της Ε.Ε. στο πλαίσιο του CRM Act.
Το νέο πρόγραμμα Tech-EU της ΕΤΕπ το οποίο ξεκίνησε το 2025, έχει συμπεριλάβει τις Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες μεταξύ των τομέων προτεραιότητάς του. Τον Μάιο του 2025 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δρομολογήσει ένα Ταμείο Scaleup Europe ως μέρος του Ταμείου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Καινοτομίας, το οποίο παρέχει επιχειρηματικά κεφάλαια για την επέκταση πρωτοποριακών τεχνολογιών και εταιρειών και θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί και για την υποστήριξη στρατηγικών έργων CRM.
Όσον αφορά την ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος ιδιωτικών επενδύσεων εντός της Ευρώπης με επίκεντρο τις δραστηριότητες έρευνας, επεξεργασίας και εξόρυξης απαιτείται στρατηγική συνεργασία και συγκέντρωση εμπειρογνωμοσύνης και οικονομικών πόρων, συμπεριλαμβανομένων χρηματοπιστωτικών κέντρων όπως το Λονδίνο, το Παρίσι και η Φρανκφούρτη. Να σημειωθεί πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να αναπτύξει επιπλέον κοινές αγορές και κοινή στρατηγική για τα αποθέματα μέσω της δημιουργίας ενός Κέντρου Κρίσιμων Πρώτων Υλών της Ε.Ε. Πρόκειται για μια πρόταση που έχει προγραμματιστεί για το τέταρτο τρίμηνο του 2026, αντλώντας έμπνευση από μοντέλα όπως ο Ιαπωνικός Οργανισμός για την Ασφάλεια Μετάλλων και Ενεργείας (JOGMEC).
Εθνικό Πρόγραμμα
Σύμφωνα με τον Δρ Κωνσταντίνο Λασκαρίδη, Διευθυντή Ορυκτών Πόρων και Μεταλλευτικής της ΕΑΓΜΕ, ο οποίος εκπροσώπησε την Ελλάδα και την ΕΑΓΜΕ στη Raw Materials Week 2025, η στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κρίσιμες πρώτες ύλες αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους άξονες της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η ΕΑΓΜΕ συμμετείχε και συμμετέχει ενεργά σε ευρωπαϊκά έργα και πρωτοβουλίες, όπως το GeoERA, το Horizon Europe, το GSEU και το CRM Act, φέρνοντας στο προσκήνιο τον γεωλογικό χάρτη της Ελλάδας ως ευκαιρία για έξυπνη, βιώσιμη και κυκλική αξιοποίηση.
Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΑΓΜΕ, ως αρμόδια Αρχή για την εκτέλεση των Δημόσιων Μεταλλευτικών Ερευνών της χώρας, υπέβαλε ένα πλήρες, εμπεριστατωμένο και τεχνικά άρτιο Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνών Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Έχοντας καταρτίσει για πρώτη φορά το Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνών Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΚΟΠΥ) και υλοποιώντας αυτό, εναρμονίζεται με τους ευρωπαϊκούς στόχους για στρατηγική αυτονομία κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών και ενισχύει την εθνική ικανότητα γεωεπιστημονικής έρευνας. Παράλληλα, διερευνά τη δυνατότητα αξιοποίησης εξορυκτικών αποβλήτων και την ενίσχυση της δευτερογενούς παραγωγής πρώτων υλών, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για την αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από τη χρήση πρωτογενών πόρων.
Οι Άξονες Δράσεων του Εθνικού Προγράμματος είναι:
- Αξιολόγηση Δημόσιων Μεταλλευτικών Χώρων (για αξιολόγηση σε πρώτη φάση κοιτασμάτων χαλκού, αντιμονίου, Λιθίου)
- Έρευνα και Αξιολόγηση επιλεγμένων εμφανίσεων Κρίσιμων Πρώτων Υλών (CRMs) και Σπανίων Γαιών,
- Μελέτη καταγραφής και αξιολόγησης εξορυκτικών απορριμμάτων πετρωμάτων & άλλων ρευμάτων αποβλήτων στο πλαίσιο της Κυκλικής Οικονομίας, δηλαδή δευτερογενών πόρων
- Οικονομοτεχνική Επανεκτίμηση Επιλεγμένων Κοιτασμάτων για την ανάδειξη βιώσιμων προοπτικών αξιοποίησης, με σεβασμό στο περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες.
Το Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνών για Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΚΟΠΥ), εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ένα κρίσιμο εργαλείο για την επιστημονική τεκμηρίωση του εθνικού ορυκτού δυναμικού, ειδικά σε πρώτες ύλες που είναι κρίσιμης και στρατηγικής σημασίας για την ενεργειακή μετάβαση και την τεχνολογική βιομηχανία, την ενίσχυση της εθνικής και ευρωπαϊκής ανθεκτικότητας, απέναντι σε διεθνείς κρίσεις εφοδιασμού, την προσέλκυση ερευνητικών και επενδυτικών κεφαλαίων, δημιουργώντας ένα σταθερό και θεσμικά κατοχυρωμένο πλαίσιο για υπεύθυνη αξιοποίηση του υπεδάφους, τη σύνδεση με την ευρωπαϊκή πολιτική για την Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act), ενισχύοντας τον ρόλο της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη στρατηγικών πρώτων υλών.
Η ΕΑΓΜΕ επισημαίνει πως με την υλοποίηση του Εθνικού Προγράμματος Έρευνας Κρίσιμων Πρώτων Υλών και την ανάπτυξη των απαιτούμενων υποδομών, η Ελλάδα μπορεί να γίνει όχι μόνο προμηθευτής πρώτων υλών, αλλά και κέντρο τεχνογνωσίας και υπεύθυνης ανάπτυξης στην Ευρώπη. Η χώρα μας έχει στρατηγικά αποθέματα — από νικέλιο, Βωξίτες, λευκόλιθο, χαλκό έως πιθανές σπάνιες γαίες. Διαθέτει επιστημονική τεχνογνωσία, ερευνητικά ιδρύματα και μια ισχυρή εξορυκτική παράδοση. Σε κάθε περίπτωση πάντως επισημαίνεται ότι για την παραγωγική αξιοποίηση έργων Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών εκτός από το κριτήριο της κοιτασματολογικής ωριμότητας, αξιολογείται η κρισιμότητα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τέλος η κοινωνική άδεια που απαιτεί τη συναίνεση και δομημένη εμπλοκή των τοπικών κοινωνιών.
Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
Από την πλευρά του ο Κώστας Γιαζιτζόγλου, Πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), επισημαίνει πως «η Ευρώπη, όπως παραδέχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εισηγητική έκθεση της για τον κανονισμό για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες, υστερεί στην εξόρυξη. Σε παγκόσμια κλίμακα η εξόρυξη μη ενεργειακών ορυκτών τα τελευταία 30 ή 40 χρόνια έχει υπερδιπλασιαστεί.
Την ίδια περίοδο, στην Ευρώπη ο όγκος των εξορυσσόμενων ορυκτών μειώθηκε κατά περίπου 40% έως 50%. Σήμερα η Ευρώπη παράγει περίπου το 5% των ορυκτών του πλανήτη, ενώ τέσσερις χώρες, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξορύσσουν πάνω από το 50%. Η Κίνα κυριαρχεί σε περισσότερα από 25 ορυκτά. Από το 2000 μέχρι σήμερα, η εξόρυξη αυξήθηκε σε όγκο σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ευρωπαϊκή».
Και «τρεις είναι οι βασικές αδυναμίες της Ένωσης: Οι αποφάσεις μας είναι συνήθως άτολμες διότι αποτελούν προϊόν μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Ο συντονισμός δεν είναι το δυνατό μας σημείο καθώς διάφορες υπηρεσίες των Βρυξελλών αρνούνται πεισματικά να αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν τη σημασία των προτεραιοτήτων άλλων υπηρεσιών. Και οι επενδύσεις δεν είναι κάτι το οποίο προκύπτει εύκολα, όταν ο κλάδος δεν είναι καν στην λίστα των «καλών παιδιών» (EU taxonomy) για να τύχει των όποιων ευνοϊκών χρηματοδοτήσεων». Στο ερώτημα «αν η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα – τα κοιτάσματα, την τεχνογνωσία, το ανθρώπινο δυναμικό – για να μπορέσει να καλύψει μεγαλύτερο ποσοστό των αναγκών της σε ορυκτά. Η απάντηση είναι ναι», σύμφωνα με τον κ. Γιαζιτζόλγου.
(από την εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)