Η προσάρτηση της Ταϊβάν, με ειρηνικά ή άλλα μέσα, αποτελεί με διαφορά τον υπ’ αριθμόν ένα γεωστρατηγικό στόχο του Πεκίνου. Εδώ και περίπου οκτώ δεκαετίες, η αυτοδιοικούμενη νήσος είναι μια μόνιμη πηγή έντασης μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) και της Δύσης, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ. Δεδομένης της σημασίας της Ταϊβάν, το στενό που τη χωρίζει από την ηπειρωτική Κίνα θεωρείται μία από τις πιο επικίνδυνες δυνητικές εστίες ανάφλεξης παγκοσμίως. Το αφήγημα της εθνικής ολοκλήρωσης, με αποκορύφωμα την «επιστροφή» της Ταϊβάν, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη νομιμοποίηση της κομμουνιστικής ηγεσίας της ΛΔΚ, ενόψει των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η κινεζική οικονομία κατά τη μετάβασή της σε ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Το δε οικονομικό βάρος της αυτοδιοικούμενης νήσου πιστοποιεί η δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών τελευταίας γενιάς η εταιρεία Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC), τα προϊόντα της οποίας είναι κρίσιμα για την τεχνολογική υπεροχή και τα στρατιωτικά συστήματα των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ταϊβάν παραδοσιακά αποκαλεί τη συγκεκριμένη βιομηχανία της «ασπίδα σιλικόνης», που εξασφαλίζει την αμερικανική υποστήριξη έναντι ένοπλης κινεζικής επίθεσης.
Ταυτόχρονα, η Ταϊβάν έχει μεγάλη γεωστρατηγική σημασία, καθώς βρίσκεται στην «πρώτη αλυσίδα νησιών» που λειτουργεί ως φυσικό ανάχωμα στην έξοδο του κινεζικού πολεμικού ναυτικού στον Ειρηνικό.
Αν η Κίνα αποκτούσε τον έλεγχο της Ταϊβάν, θα μπορούσε εύκολα να προβάλει τη στρατιωτική ισχύ της στον δυτικό Ειρηνικό και να αυξήσει αισθητά την πίεσή της σε συμμάχους των ΗΠΑ στην Ανατολική Ασία, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και οι Φιλιππίνες.
Ωστόσο, ενώ είναι αναμφισβήτητη η οικονομική και γεωστρατηγική σημασία της Ταϊβάν, αίσθηση έχουν προκαλέσει τους τελευταίους μήνες τα σημάδια αποστασιοποίησης της Ουάσιγκτον από την Ταϊπέι. Παρά τη μεγάλη επένδυση που πραγματοποιεί στην Αριζόνα η TSMC, η κυβέρνηση της Ταϊβάν δοκίμασε δυσάρεστη έκπληξη με τους ανταποδοτικούς αμερικανικούς δασμούς ύψους 20% και προσπαθεί να επαναδιαπραγματευθεί κάπως πιο ευνοϊκούς όρους.
Σε αυτά προστίθεται η πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ ότι η παραγωγή προηγμένων ημιαγωγών θα έπρεπε να διαμοιραστεί μεταξύ των ΗΠΑ και της Ταϊβάν εξ ημισείας, ειδάλλως η Ουάσιγκτον δεν θα έχει λόγο να προστατεύει την αυτοδιοικούμενη νήσο. Το επιχείρημα που προβάλλεται από Αμερικανούς αξιωματούχους και αναλυτές είναι ότι η ηγετική θέση της Ταϊβάν στα μικροτσίπ συνιστά επικίνδυνη εξάρτηση των ΗΠΑ, ιδίως σε περίπτωση απόβασης των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων στη νήσο. Σημειώνεται ότι στην παρούσα φάση στις ΗΠΑ κατασκευάζεται μόλις το 2% των ημιαγωγών που χρειάζεται η αμερικανική οικονομία και η κυβέρνηση Τραμπ έχει θέσει στόχο να ανεβάσει το μερίδιο της εγχώριας παραγωγής στο 40%.
Ακόμη πιο ανησυχητικά για την Ταϊπέι είναι τα μηνύματα σε θέματα πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας. Πριν από περίπου δύο μήνες, η άρνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να υποδεχθεί στις ΗΠΑ τον εκλεγμένο πρόεδρο της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε σαφέστατα υπαγορεύθηκε από την επιθυμία του Ντόναλντ Τραμπ να μη διαταραχθούν οι παρατεταμένες εμπορικές διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο και να μην τεθεί σε κίνδυνο η πιθανή συνάντηση κορυφής με τον Κινέζο ομόλογό του. Ακολούθησε η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να «παγώσει» την προγραμματισμένη στρατιωτική βοήθεια, ύψους 400 εκατ. δολαρίων, προς την Ταϊβάν.
Ενα ερώτημα που μένει να απαντηθεί τους επόμενους μήνες είναι εάν πρόκειται για μόνιμη στροφή προς την απεμπλοκή των ΗΠΑ από την παροχή ασφάλειας στην Ταϊβάν ή για απλό τακτικισμό του προέδρου Τραμπ ενόψει της συνάντησής του με τον Σι Τζινπίνγκ, την οποία δείχνει να επιθυμεί διακαώς.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η υπό διαμόρφωση αμερικανική υψηλή στρατηγική στη δεύτερη τετραετία Τραμπ θέτει προτεραιότητες, όπως η διαφαινόμενη στροφή των ΗΠΑ προς το δυτικό ημισφαίριο, σε μια σύγχρονη εκδοχή του δόγματος Μονρόε. Η εντεινόμενη εσωστρέφεια και η ανάδειξη «εσωτερικών εχθρών» στις ίδιες τις ΗΠΑ επίσης κατατείνουν προς την αποδυνάμωση του ηγετικού ρόλου της Ουάσιγκτον στο διεθνές γίγνεσθαι.
Ως αντίλογος διατυπώνεται το επιχείρημα πως όσο κι αν είναι παρορμητικός και απρόβλεπτος ο Αμερικανός πρόεδρος και παρά την προτίμησή του για βραχυπρόθεσμες διευθετήσεις με κυρίως οικονομικά μέσα, η εγκατάλειψη της Ταϊβάν από την Ουάσιγκτον θα ήταν ομολογία παραίτησης των ΗΠΑ από τον στόχο της διατήρησης της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας. Και αυτή θα ήταν μια παρακαταθήκη με την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα ήθελε να συνδέσει το όνομά του.
* Ο κ. Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).
(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)