Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στα οποία συμφωνούν οι διευθύνοντες σύμβουλοι του κλάδου εξόρυξης. Oι περισσότεροι όμως πιστεύουν ότι ο κόσμος οδεύει προς έλλειμμα χαλκού. Το ερώτημα είναι τι πρέπει να γίνει γι’ αυτό

Με την πρώτη ματιά, η πρόσφατα ανακοινωθείσα συγχώνευση των 54 δισ. δολαρίων της Anglo με την Teck φαίνεται ενθαρρυντική για ένα ανησυχητικό χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του κόκκινου μετάλλου, το οποίο είναι κομβικό για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι αυξήσεις στην παραγωγή μπορεί να συμβούν μόνο όταν υπάρξει έλλειμμα και οι τιμές αρχίσουν να εκτοξεύονται.

Πέρυσι, οι εταιρείες εξόρυξης χαλκού –όπως η αυστραλιανή BHP Chile’s Codelco και ο αμερικανικός όμιλος Freeport-McMoRan– εξόρυξαν συνολικά σχεδόν 23 εκατ. μετρικούς τόνους του μετάλλου παγκοσμίως, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ). Τα ανακοινωθέντα έργα θα ανεβάσουν αυτό το ποσό στους 24 εκατ. τόνους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2020. Αλλά έπειτα από αυτό, η ετήσια παραγωγή θα μπορούσε να μειωθεί. Αυτό είναι πρόβλημα. Οι ιδιότητες του χαλκού τον καθιστούν απαραίτητο για την ηλεκτροδότηση της παγκόσμιας οικονομίας: η ζήτηση θα μπορούσε να προσεγγίσει τους 33 εκατ. τόνους έως το 2035. Μια προβλεπόμενη αύξηση στη χρήση ανακυκλωμένων παλιοσίδερων κατά την επόμενη δεκαετία θα δυσκολευτεί να κλείσει το διαφαινόμενο χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Υπάρχουν επίσης πιο άμεσες πιέσεις. Οι μετοχές της Freeport-McMoRan υποχώρησαν πρόσφατα πάνω από 15% σε μία ημέρα, αφού η εταιρεία εξόρυξης δήλωσε ότι το γιγαντιαίο εργοστάσιό της στην Ινδονησία σταμάτησε την παραγωγή, μετά τους θανάτους δύο εργαζομένων. Οι μονάδες των ανταγωνιστών στον Παναμά και το Κονγκό έχουν επίσης αντιμετωπίσει προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η παγκόσμια αύξηση της παραγωγής χαλκού είναι πιθανό να είναι αμελητέα φέτος και μόνο 1,3% το 2026, εκτιμούν οι αναλυτές της Citigroup. Σε μια κανονική αγορά η τιμή του χαλκού θα αυξανόταν αρκετά ώστε η BHP, λόγου χάρη, ή η Anglo American να «σκάψουν» περισσότερο. Δυστυχώς, ο πληθωρισμός κατά την εποχή της πανδημίας έχει αυξήσει το κόστος παραγωγής ακόμη πιο γρήγορα. Όλα αυτά εξηγούν την ελκυστικότητα της Anglo – Teck. Η Anglo και η Teck εκτιμούν ότι μπορούν να δημιουργήσουν 175.000 επιπλέον τόνους ετήσιας παραγωγής χαλκού έως το 2030, χάρη στην κατοχή κοντινών ορυχείων. Η δαπάνη για την απόκτηση αυτής της επιπλέον δυναμικότητας είναι μόλις 1,9 δισ. δολάρια. Αν όλες οι συγχωνεύσεις και εξαγορές ήταν έτσι, θα μπορούσαν να λύσουν την κρίση εφοδιασμού. Δυστυχώς, η Anglo – Teck μοιάζει με μια μοναδική περίπτωση.

Εάν λοιπόν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές είναι δύσκολες και τα νέα έργα πολύ δαπανηρά, είναι δύσκολο να προβλέψουμε από πού θα προέλθει όλη η επιπλέον προσφορά. Από τα 239 κοιτάσματα χαλκού που ανακαλύφθηκαν μεταξύ 1990 και 2023, μόνο 14 ενεργοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία αυτής της περιόδου, αναφέρει ο IEA. Όλα αυτά υποδηλώνουν μια σπειροειδή αύξηση των τιμών. Μετά τα πρόσφατα προβλήματα παραγωγής του κλάδου, οι αναλυτές της Bank of America αύξησαν τις προβλέψεις τους για την τιμή του χαλκού στα 11.313 δολάρια ανά τόνο το επόμενο έτος και στα 13.500 δολάρια το 2027.

Εάν αυτό επιβεβαιωθεί, οι επικεφαλής των μεταλλείων μπορεί επιτέλους να έχουν κίνητρο να ξεκινήσουν τις εργασίες. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε επιπλέον προσφορά θα χρειαστεί χρόνια για να τεθεί σε λειτουργία, πράγμα που σημαίνει πολύ υψηλότερο κόστος υλικών για τους παραγωγούς ηλεκτρικών αυτοκινήτων και άλλων προϊόντων που εξαρτώνται από τον χαλκό.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr