Δέκα ειδικότερες επισημάνσεις της επιτροπής Πισσαρίδη για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στο φορολογικό σύστημα και στις δημόσιες δαπάνες αναδεικνύουν τα δομικά προβλήματα στην επιβολή των άμεσων και έμμεσων φόρων και στη λειτουργία του κράτους, τα οποία χρονίζουν στη χώρα μας.

Η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι τεράστιου μεγέθους φορολογητέα ύλη από δραστηριότητες μη μισθωτής εργασίας παραμένει στο απυρόβλητο της φορολογικής νομοθεσίας, με αποτέλεσμα το συνολικό φορολογικό βάρος να εξακολουθεί να κατανέμεται δυσανάλογα σε βάρος λίγων μισθωτών εργαζομένων με μεσαία και υψηλά εισοδήματα.

Προτείνει δε την εφαρμογή περισσότερων μέτρων για την αύξηση των συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, ώστε μεγάλο μέρος της διαφυγούσας φορολογητέας ύλης να υπαχθεί σε άμεση και έμμεση φορολογία. Φθάνει μάλιστα ακόμη και στο σημείο να ζητά τη μείωση των συντελεστών φορολογίας για επιχειρηματικές δραστηριότητες με υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής ως κίνητρο για τη δήλωση υψηλότερων εισοδημάτων. Η Επιτροπή κρίνει επίσης ότι δεν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη μείωση της φορολογίας στην κατανάλωση και στην περιουσία, ενώ σε άλλο σημείο της έκθεσής της κάνει λόγο ακόμη και για μετατόπιση του φορολογικού βάρους από την εργασία στην κατανάλωση, αφήνοντας να εννοηθεί σαφώς ότι δεν θα ήταν αντίθετη σε αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Παράλληλα προτείνει την επιβολή περιβαλλοντικών φόρων σε αντικατάσταση άλλων υπαρχόντων φόρων.

Αίσθηση προκαλεί πάντως ότι παρά τη σύστασή της για μη περαιτέρω μείωση της φορολογίας στην περιουσία, η Επιτροπή σε άλλο σημείο της έκθεσής της προτείνει την κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, ο οποίος επιβάλλεται σε όσους κατέχουν κτίσματα και εντός σχεδίων πόλεων και οικισμών εδαφικές εκτάσεις συνολικής αξίας άνω των 250.000 ευρώ. Η κατάργηση του φόρου αυτού θα ελαφρύνει σημαντικά περισσότερους από 500.000 ιδιοκτήτες με μεσαίας και μεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία.

Αναλυτικά, οι 10 ειδικότερες επισημάνσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο φορολογικό σύστημα και στον τομέα των δημοσίων δαπανών είναι οι ακόλουθες:

1. Αλλαγή στη δομή των φόρων με μετατόπιση του βάρους σε εισοδήματα από μη μισθωτές πηγές: Παρά το περιθώριο για σταδιακό εξορθολογισμό του κόστους της δημόσιας διοίκησης και υπηρεσιών του δημόσιου τομέα (που μπορεί να προκύψει, σε μεγάλο βαθμό, από την υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών) και της εισροής νέων πόρων, με δεδομένο το ύψος του δημόσιου χρέους και της ανάγκης περαιτέρω κάλυψης άλλων δαπανών από τη Γενική Κυβέρνηση (όπως αυξημένες δαπάνες υγείας), το περιθώριο μείωσης των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την επόμενη πενταετία είναι υπαρκτό αλλά σχετικά μικρό. Αντίθετα, υπάρχει σημαντικό περιθώριο και ανάγκη για αλλαγή της δομής των φόρων, ώστε να μειωθούν οι στρεβλώσεις και τα αντικίνητρα στην εξωστρεφή επιχειρηματικότητα. Απαιτείται η φορολογία να γίνει περισσότερο συμβατή με υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης μεσοπρόθεσμα, μέσω ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Ειδικότερα, η φορολογική βάση στη φορολογία εισοδήματος παραμένει περιορισμένη, επικεντρωμένη στη μισθωτή εργασία, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση των υψηλών συντελεστών φορολογίας και εισφορών να είναι ασύμμετρα μεγάλη για μικρό μέρος του πληθυσμού. Επιπλέον, η εντόπιση φορολογητέας ύλης δυσκολεύεται με την εξάπλωση υπηρεσιών που διεξάγονται μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες (gig economy) και επομένως απαιτείται οι φορολογικές αρχές να συντηρούν συνεχώς υψηλό επίπεδο τεχνολογιών και τεχνογνωσίας προς αποφυγή της περαιτέρω διάβρωσης της φορολογικής βάσης.

2. Ανάγκη μείωσης των συντελεστών φορολογίας των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων από μισθωτή εργασία: Η υπέρμετρη επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας από φόρους και εισφορές, ειδικά στη μεσαία εισοδηματική κλίμακα, έχει αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα, την παραμονή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη χώρα και τα κίνητρα για επίσημη εργασία. Μειώνει τα κίνητρα για παραγωγή, εξωθεί εργαζόμενους στην παραοικονομία ή στην αλλοδαπή, και καθυστερεί τη στροφή της οικονομίας προς την εξωστρέφεια. Οι ισχύοντες οριακοί συντελεστές, συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς αλληλεγγύης, είναι ιδιαίτερα υψηλοί και εμφανίζουν πολύ έντονη προοδευτικότητα ήδη από μεσαία εισοδήματα. Η υψηλή φορολόγηση αποθαρρύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας για εργαζόμενους με ιδιαίτερες δεξιότητες, καθώς και τις αντίστοιχες επενδύσεις, που όμως χρειάζεται η χώρα να προσελκύσει για να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στη μεταποίηση, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εργασίας επιδεινώνει περαιτέρω τις αρνητικές επενέργειες στη διεθνή ανταγωνιστικότητα από το σχετικά υψηλό κόστος ενέργειας.

3. Μείωση φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους στην εργασία: Οι ενδιάμεσοι στόχοι που πρέπει να τεθούν είναι:

(α) η μείωση του βάρους που επιβάλλουν συνδυαστικά το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα στην εργασία,

(β) η υποστήριξη των παραγωγικών επενδύσεων και των επιχειρήσεων κατά τη μεγέθυνσή τους και

(γ) η στροφή της οικονομίας από τις άτυπες προς τις τυπικές μορφές της.

Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης απαιτεί μια αργή και επίπονη διαδικασία μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Μεταρρυθμίσεις, όπως η δραστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας είναι χρονικά πιεστικές, απαραίτητες για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Δεδομένης της σημερινής δομής του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, όπως και της δομής της οικονομίας, απόλυτη προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην ελάφρυνση του βάρους στη μισθωτή εργασία. Υπερβολικά μεγάλο μέρος της εργασίας αφορά αυτοαπασχόληση, άτυπους τομείς της οικονομίας και εργασία με χαμηλά δηλωμένα εισοδήματα που εξαιρούνται από τη φορολογία, ενώ η φορολογική σφήνα (tax wedge) για εισοδήματα πάνω από τα χαμηλότερα είναι εξαιρετικά υψηλή.

4. Μείωση γραφειοκρατίας, κατάργηση μη αποδοτικών δημοσίων οργανισμών για την αναπλήρωση της μείωσης των εσόδων: Μέρος του κενού από τη μείωση των φορολογικών εσόδων μπορεί να χρειαστεί να ισοσκελιστεί από μείωση δαπανών, με έμφαση στην περιττή γραφειοκρατία, οργανισμούς χαμηλής απόδοσης, και άλλες μη αποτελεσματικές λειτουργίες.

5. Όχι άλλη μείωση συντελεστών ΦΠΑ και φόρων στην περιουσία: Δεδομένης της προτεραιότητας που πρέπει να δοθεί για μείωση της επιβάρυνσης της εργασίας, ενδεχόμενη μείωση των φόρων στην κατανάλωση (και ειδικότερα στον ΦΠΑ και στην περιουσία) δεν κρίνεται ως εξίσου σημαντική προτεραιότητα.

6. Ενίσχυση οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών, με επιδόματα για τους χαμηλόμισθους και ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: Η σχετική μετατόπιση του βάρους από την εργασία στην κατανάλωση θα πρέπει να συνδυαστεί με συστηματική ενίσχυση της υποστήριξης των αδύναμων νοικοκυριών με κατάλληλα επιδόματα στη χαμηλόμισθη εργασία, καθώς και κάποιο εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα (φορολογήσιμο).

7. Εξορθολογισμός των φόρων στην ακίνητη περιουσία και μεταφορά τους στα έσοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης-Κατάργηση συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ: Ο φόροι στην ακίνητη περιουσία πρέπει να εξορθολογιστούν, να ενοποιηθούν και να περάσουν σε τοπικό επίπεδο. Η κατάργηση του «συμπληρωματικού φόρου» για τους ιδιώτες (σ.σ. του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ που επιβαρύνει ακίνητη περιουσία αξίας άνω των 250.000 ευρώ) θα μειώσει τις στρεβλώσεις και θα ενισχύσει την αγορά ακινήτων. Είναι σημαντική η λειτουργία μιας αξιόπιστης και ανεξάρτητης αρχής για τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών ακινήτων, που θα πρέπει να εναρμονίζονται με τις πραγματικές αξίες της αγοράς.

8. Επιβολή φόρων για το περιβάλλον: Ειδικοί περιβαλλοντικοί φόροι μπορεί επίσης να έχουν σταδιακά υψηλότερο μερίδιο στο μίγμα των εσόδων. Είναι σημαντικό οι περιβαλλοντικοί φόροι είτε να αντικαθιστούν με διαφάνεια υπάρχοντες φόρους είτε να επιστρέφονται εξ ολοκλήρου στους φορολογούμενους ως εμφανής μείωση φόρου εισοδήματος.

9. Διεύρυνση της φορολογικής βάσης με επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και μείωση φορολογικών συντελεστών για επαγγέλματα που εμφανίζουν υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής: Σημαντική προϋπόθεση για τη διατήρηση των εσόδων στο απαραίτητο επίπεδο με ταυτόχρονη ενίσχυση της παραγωγικής βάσης είναι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Σε αυτό θα συμβάλlει η κατάλληλη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και άλλων μέσων που ενισχύουν τη διαφάνεια και δημιουργούν τα κίνητρα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις να κινηθούν στην τυπική και όχι στην άτυπη οικονομία. Σε δραστηριότητες που εμφανίζουν υψηλά επίπεδα φοροδιαφυγής μπορεί να εφαρμοστούν στοχευμένες πολιτικές μειωμένων φορολογικών συντελεστών προκειμένου να περιοριστεί το ανταγωνιστικό-φορολογικό πλεονέκτημα όσων δραστηριοποιούνται στην άτυπη οικονομία.

10. Στοχευμένα κίνητρα για τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής: Υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω ενίσχυση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, καθώς η Ελλάδα παραμένει πολύ χαμηλά στην κατάταξη με βάση την αξία συναλλαγών με κάρτες ως ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης (4η χαμηλότερη στην Ε.Ε. με 18,4%, έναντι 36,7% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. το 2018, με βάση στοιχεία από την ΕΚΤ). Το ισχύον πλαίσιο μπορεί να ενισχυθεί εάν τα κίνητρα γίνουν θετικά (δηλαδή μέσω επιβράβευσης) και στοχευμένα (σε επαγγέλματα ή αγορές όπου υπάρχει μεγαλύτερη φοροδιαφυγή).

Δέσμη συστάσεων

* Περιορίστε τη «μαύρη» οικονομία ακόμη και με κίνητρα όπως η μείωση φορολογικών συντελεστών σε συγκεκριμένα επαγγέλματα!

* Μειώστε φόρους σε μεσαίους και υψηλούς μισθούς, δώστε επιδόματα σε χαμηλόμισθους.

* Μειώστε περιττή γραφειοκρατία, καταργήστε μη αποδοτικούς δημόσιους οργανισμούς.

* Καταργήστε την πρόσθετη φορολογία σε όσους έχουν ακίνητη περιουσία αξίας άνω των 250.000 ευρώ.

* Επιβάλετε περιβαλλοντικούς φόρους.