Ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης για τη χώρα θα αποτυπώνει το νέο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής, το οποίο αναμένεται να μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς μέσα στον Μάιο.

Ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης για τη χώρα θα αποτυπώνει το νέο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής, το οποίο αναμένεται να μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς μέσα στον Μάιο.

Το πρόγραμμα, που θα αφορά την περίοδο 2019-2022, θα προβλέπει «στροφή» από την ιδιωτική κατανάλωση στις εξαγωγές και στις επενδύσεις, προκειμένου να επιτευχθούν ρυθμοί ανάπτυξης υψηλότεροι του 2% κατά μέσο όρο.

Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3% για το 2018, κατά 2,5% για το 2019, κατά 2,3% για το 2020, 2,1% για το 2021 και 1,8% για το 2022, θα στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στην «εξωστρέφεια» και λιγότερο στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται μείωση της ανεργίας ακόμη και στο 12,5%.

Οι βασικές παραδοχές για το πώς θα προκύψει η ανάπτυξη έως το 2022 περιγράφονται στην εγκύκλιο Χουλιαράκη προς όλα τα υπουργεία, με την οποία και ζητά από τις οικονομικές υπηρεσίες να προχωρήσουν τις σχετικές διαδικασίες προγραμματισμού μέχρι και το τέλος του μήνα.

Από τους αναλυτικούς πίνακες προκύπτει ότι το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει σημαντική αλλαγή στη «συνταγή» του ΑΕΠ για την περίοδο μέχρι και το 2022. Το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται ότι θα πέσει από το περίπου 70% που είναι σήμερα στο 65%, ενώ, αντίθετα, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί η συμμετοχή των επενδύσεων (όπως αυτές αποτυπώνονται μέσα από τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου) από το περίπου 12,6% που είναι σήμερα στο 18%.

Το οικονομικό επιτελείο προσβλέπει και σε ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών συγκριτικά με την αντίστοιχη των εισαγωγών, αλλά και σε ταχύτατη κάμψη της ανεργίας μέσα από τη δημιουργία τουλάχιστον 300.000 νέων θέσεων απασχόλησης τόσο για μισθωτούς όσο και για αυτοαπασχολούμενους.

Ιδιωτική κατανάλωση: Σε τρέχουσες τιμές, η ιδιωτική κατανάλωση διαμορφώθηκε στα 123,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί περίπου κατά 13% μέχρι και το 2022, κάτι που σημαίνει ότι σταδιακά θα προστεθούν περίπου 16,6 δισ. ευρώ για να φτάσει η ιδιωτική κατανάλωση στα 139,9 δισ. ευρώ. Ο ρυθμός αυτός είναι αισθητά χαμηλότερος από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (σ.σ. αυτός φτάνει περίπου στο 20%), κάτι που σημαίνει ότι σταδιακά θα μειώνεται και το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης στο συνολικό ΑΕΠ.

Δημόσια κατανάλωση: Δεδομένου ότι μέχρι και το 2022 η κυβέρνηση θα πρέπει να παρουσιάζει κάθε χρόνο πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% αλλά και με δεδομένη την απόφαση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ από την 1η/1/2019, είναι αναμενόμενο η συμμετοχή της δημόσιας κατανάλωσης στη διαμόρφωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο. Με βάση την εκτιμώμενη πορεία, από περίπου 20% που ήταν με βάση τα στοιχεία του 2017, θα πέσει στο 18% μέχρι το τέλος του 2022, καθώς ο ρυθμός αύξησής της σε τρέχουσες τιμές θα είναι μονοψήφιος, της τάξεως του 9%. Από τα 35,5 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, η δημόσια κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί μόλις στα 38,544 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2022.

Ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου: Σε τρέχουσες τιμές, προβλέπεται αύξηση των επενδύσεων -όπως αυτές αποτυπώνονται από τον λεγόμενο ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου- σε ποσοστό άνω του 70% για την περίοδο 2018-2022. Αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί ως πρόβλεψη, θα αυξήσει το μερίδιο συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ από το περίπου 12,6% που είναι σήμερα ακόμη και στο 17,9%. Σε τρέχουσες τιμές, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ανήλθε περίπου στα 22,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017. Με βάση τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, η αύξηση θα είναι συνεχής μέχρι και το 2022, με αποτέλεσμα στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου να διαμορφώνεται στα 38,5 δισ. ευρώ. Από τις επιμέρους προβλέψεις προκύπτει ότι αναμένεται σημαντική αύξηση των επενδύσεων στον κατασκευαστικό κλάδο, με το ποσό να ανέρχεται από τα περίπου 9 δισ. ευρώ που ήταν το 2017 στα 14 δισ. ευρώ το 2022. Μεγάλη αύξηση αναμένεται και στις επενδύσεις εξοπλισμού, καθώς από τα 11 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, προβλέπεται αύξηση στα 18 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Στην κατοικία δεν αναμένεται μεγάλη αναζωπύρωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, καθώς το ποσό του περίπου 1,13 δισ. ευρώ που καταγράφηκε για το 2017 προβλέπεται να αυξηθεί έως και το 1,55 δισ. ευρώ μέχρι το 2022.

Εξαγωγές-εισαγωγές: Με βάση τις προβλέψεις, η αύξηση των εξαγωγών θα είναι -σε ποσοστιαία βάση- ταχύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη των εισαγωγών, κάτι που σημαίνει ότι προβλέπεται να αυξηθεί και το μερίδιο των εξαγωγών (προϊόντων και υπηρεσιών) στη διαμόρφωση του τελικού ΑΕΠ. Οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, από τα περίπου 59,04 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2017, προβλέπεται να αυξηθούν με συνολικό ρυθμό 31% μέχρι και το 2022, για να φτάσουν στα 77,31 δισ. ευρώ. Η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ από το 33,2% εκτιμάται ότι θα διευρυνθεί στο 36,2%. Οι εισαγωγές, από την άλλη, προβλέπεται να αυξηθούν από τα 60,957 δισ. ευρώ στα 78,268 δισ. ευρώ, σε ποσοστό περίπου 20%. Το μερίδιό τους στο ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από το 34,3% στο 36,5% στο διάστημα από το 2017 στο 2022.

Ανεργία-απασχόληση: Βασική πρόβλεψη στο μεσοπρόθεσμο θα είναι η δημιουργία τουλάχιστον 300.000 θέσεων απασχόλησης μέσα στην επόμενη 5ετία, η οποία θα οδηγήσει αντίστοιχα σε μείωση του αριθμού των ανέργων στα 655 χιλιάδες άτομα από περίπου ένα εκατομμύριο που είναι αυτή τη στιγμή. Το ποσοστό της ανεργίας εκτιμάται ότι έχει διαμορφωθεί στο 19,7% κατά μέσο όρο για το 2017. Προβλέπεται μείωσή του στο 18,2% για το 2018, στο 16,6% για το 2019, στο 15,2% για το 2020, στο 13,9% για το 2021 και στο 12,8% για το 2022. Αντίστοιχα, σε απόλυτο αριθμό, αυτά τα ποσοστά σημαίνουν ότι:

Ο αριθμός των ανέργων θα μειωθεί από το 1,022 εκατομμύριο για το 2017 στους 946,7 χιλιάδες για το 2018, στους 858 χιλιάδες για το 2019, στους 782 χιλιάδες για το 2020 και στους 715 χιλιάδες για το 2021, πριν καταλήξει στους 655 χιλιάδες για το 2022.

Ο αριθμός των απασχολούμενων από τα 4,17 εκατομμύρια που ήταν στο τέλος του 2017, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σταδιακά στα 4,241 εκατομμύρια το 2018, στα 4,319 εκατομμύρια το 2019, στα 4,379 εκατομμύρια το 2020, στα 4,425 εκατομμύρια το 2021 και στα 4,465 εκατομμύρια το 2022. Ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο 1,471 εκατ. το 2022 από το 1,376 εκατ. που είναι σήμερα, ενώ ο αριθμός των μισθωτών αναμένεται να διευρυνθεί στα 2,994 εκατ. από 2,793 εκατ. στο τέλος του 2017.

(«ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ» )