Η επιλογή της απεξάρτησης από τον λιγνίτη αποδεικνύεται οικονομικά πιο συμφέρουσα σε βάθος χρόνου καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια έως και 12%. Αυτό προκύπτει από μελέτη για τον «Μακροχρόνιο Σχεδιασμό για το Ενεργειακό Σύστημα της Ελλάδας», η οποία εκπονήθηκε από την επιστημονική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, σε συνεργασία με το WWF Ελλάς.

Η επιλογή της απεξάρτησης από τον λιγνίτη αποδεικνύεται οικονομικά πιο συμφέρουσα σε βάθος χρόνου καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια έως και 12%. Αυτό προκύπτει από μελέτη για τον «Μακροχρόνιο Σχεδιασμό για το Ενεργειακό Σύστημα της Ελλάδας», η οποία εκπονήθηκε από την επιστημονική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, σε συνεργασία με το WWF Ελλάς.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, μόνο η εφαρμογή πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας μειώνει τα απαιτούμενα επενδυτικά κεφάλαια στα 28-30 δισεκ. ευρώ.

Για κάθε σενάριο που αναλύθηκε έγινε εκτίμηση των συνολικών επενδύσεων που θα πρέπει να υλοποιηθούν στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας την περίοδο 2015-2050. Τις λιγότερες απαιτήσεις έχει το σενάριο επέκτασης της χρήσης λιγνίτη (23 δισεκ. €), ενώ το σενάριο της εκτεταμένης χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας τις μεγαλύτερες (33 δισεκ. €).

Εντούτοις, τα σενάρια μικρής έντασης κεφαλαίων δεν οδηγούν απαραίτητα και σε χαμηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι επιβαρύνονται με δαπάνες καυσίμων και αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών. Προς το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου τα σενάρια εξοικονόμησης ενέργειας και απεξάρτησης από τον λιγνίτη οδηγούν σε ελαφρά χαμηλότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής, για μια συντηρητική εξέλιξη της τιμής δικαιωμάτων εκπομπών.

Ωστόσο, εάν ληφθούν υπόψη τα σενάρια εξέλιξης τιμών που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το ανηγμένο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τα σενάρια απεξάρτησης από τον λιγνίτη είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος των σεναρίων που στηρίζονται στον λιγνίτη. Ειδικά για το σενάριο που παίρνει ως δεδομένο την εξοικονόμηση ενέργειας και την απεξάρτηση από τον λιγνίτη, το ανηγμένο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας το 2050 είναι κατά 9% και 12,1% χαμηλότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης η συμμετοχή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί σχεδόν να μηδενιστεί από το 2035.

Το φυσικό αέριο διατηρεί μια σημαντική θέση σε όλα τα σενάρια, καθώς το μερίδιο του στην παραγωγή κυμαίνεται στο 26%-33% το 2035 και στο 22%-32% το 2050, χωρίς να απαιτείται η κατασκευή νέων μονάδων φυσικού αερίου.

Οσον αφορά στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η μελέτη καταδεικνύει ότι εάν η χώρα παραμείνει προσκολλημένη στον λιγνίτη, το 2050 θα εκπέμπεται όσο διοξείδιο του άνθρακα εξέπεμπε η Βουλγαρία το 2006.

Μάλιστα, σύμφωνα με τους μελετητές, η υπό κατασκευή λιγνιτική μονάδα «Πτολεμαΐδα V» εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια από αυτή του σταθμού του Αμυνταίου που χτίστηκε τη δεκαετία του 80, ακόμα και αν επενδυθούν σημαντικά ποσά για την αναβάθμισή του.

Όσον αφορά στη διείσδυση των ΑΠΕ, σε όλα τα σενάρια η συνεισφορά τους στην τελική κατανάλωση ενέργειας υπερτριπλασιάζεται την περίοδο 2005-2035, λόγω της πτώσης του κόστους των σχετικών τεχνολογιών αλλά και της αύξησης της χρήσης τους στον κτιριακό τομέα. Τα επόμενα χρόνια, έως το 2050, η συνεισφορά τους διατηρείται σταθερή ως ποσοστιαίο μερίδιο. Έτσι, ενώ ο εθνικός στόχος διείσδυσης ΑΠΕ για το 2020 προβλέπεται να επιτευχθεί στα εξεταζόμενα σενάρια, ο ευρωπαϊκός στόχος του 2030 (27%) επιτυγχάνεται μόνο στα σενάρια που υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον. Η μελέτη καταρρίπτει επίσης τον μύθο ότι η Ελλάδα έχει ήδη πετύχει τους στόχους συμμετοχής των ΑΠΕ στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας για τους οποίους έχει δεσμευτεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η συμμετοχή τους στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 40% το 2020, από το 22,9% που ήταν το 2015, φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός.

Η εγκατεστημένη ισχύς των φωτοβολταϊκών το 2035 φθάνει στα επίπεδα 5,3-7 GW σε όλα τα σενάρια - πλην του σεναρίου που θέλει μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και φθάνει τα 8,2 GW -, ενώ το 2050 μπορεί να αγγίξει έως και τα 11,3 GW. Η συνολική ισχύς των αιολικών σταθμών το 2035 κυμαίνεται μεταξύ 5,3 και 9,2 GW, και 6,7-10,6 GW το 2050.

Η μεγάλη διείσδυση αιολικών και φωτοβολταϊκών συστημάτων στο ηλεκτρικό σύστημα, δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες για αποθήκευση ενέργειας. Η μελέτη εκτιμά ότι οι πρόσθετες απαιτήσεις αποθήκευσης το 2050 θα κυμανθούν μεταξύ 1,45 και 3,5 GW.

 

Επιγραμματικά, από τη μελέτη προέκυψαν τα εξής:

  • Είναι εφικτός ο περιορισμός του λιγνίτη στο 6% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2035 και στο 0% το 2050.
  • To φυσικό αέριο διατηρεί μια σημαντική θέση σε όλα τα σενάρια, καθώς το μερίδιο του στην παραγωγή κυμαίνεται στο 26-33% το 2035 και στο 22-32% το 2050.
  • Σε όλα τα σενάρια η συνεισφορά των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας μπορεί να υπερτριπλασιαστεί την περίοδο 2005-2035, ενώ τα επόμενα χρόνια, έως το 2050, να διατηρηθεί σταθερή ως ποσοστιαίο μερίδιο.
  • Η εφαρμογή πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας μειώνουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για την απεξάρτηση από τον λιγνίτη κατά 2-5 δισ. ευρώ.
  • Για χαμηλές τιμές δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα η ριζική ανακαίνιση υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων αποδεικνύεται συμφέρουσα, ακόμα και σε σχέση με την κατασκευή νέων.
  • Οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τον ενεργειακό τομέα μπορούν να μειωθούν σημαντικά ήδη από το 2035, λόγω κυρίως της απεξάρτησης από τον λιγνίτη, ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρουσιάζεται στο φιλόδοξο σενάριο όπου οι εκπομπές μειώνονται σε σχέση με το 2005 κατά 64%.

«Οι κυβερνήσεις εδώ και χρόνια επιχειρούν να δημιουργήσουν τετελεσμένα δεσμεύοντας τεράστια ποσά για κατασκευή πανάκριβων λιγνιτικών μονάδων, χωρίς να έχει αποδειχτεί η οικονομική τους βιωσιμότητα ή να έχει εκτιμηθεί η επίπτωση της λειτουργίας τους στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Η χώρα βαδίζει στα τυφλά χωρίς πυξίδα, αφού παρά τις υποσχέσεις ετών δεν έχει ακόμα παρουσιάσει η Πολιτεία οτιδήποτε συγκεκριμένο σε σχέση με τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες. Τα αποτελέσματα της μελέτης που δίνουμε σήμερα στη δημοσιότητα δείχνουν πώς η έγκαιρη απεξάρτηση από τον λιγνίτη με ταυτόχρονη στροφή στις ΑΠΕ αποτελούν την ορθότερη επιλογή για το ενεργειακό μέλλον της χώρας». », επεσήμανε ο υπεύθυνος του τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF κ. Νίκος Μάντζαρης, κατά την παρουσίαση της μελέτης.

 

Τα σενάρια που εξετάστηκαν

Τα 2 από τα 5 σενάρια, το Σενάριο Αναμενόμενης Εξέλιξης (BaU) και το Σενάριο Επέκτασης Χρήσης Λιγνίτη (LIG), διατηρούν έναν κυρίαρχο ρόλο για τον λιγνίτη στο ελληνικό ενεργειακό σύστημα ως το 2050. Ιδιαίτερα το σενάριο LIG περιλαμβάνει την κατασκευή δύο νέων λιγνιτικών μονάδων (Πτολεμαΐδα V και Μελίτη ΙΙ), τη ριζική αναβάθμιση των μονάδων Αμύνταιο Ι και ΙΙ και της Μεγαλόπολης IV, και την περιβαλλοντική αναβάθμιση των μονάδων Αγ. Δημητρίου Ι-IV. Τα άλλα 3 σενάρια υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον. Το Σενάριο Επέκτασης με ΑΠΕ (RES) στηρίζεται στη μεγάλη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το Σενάριο Εξοικονόμησης Ενέργειας (ΕΕ) εξετάζει την εφαρμογή φιλόδοξων πολιτικών αύξησης της ενεργειακής απόδοσης, ενώ το Σενάριο Εξοικονόμησης Ενέργειας και Απεξάρτησης από τον Λιγνίτη (LPO) συνδυάζει στοιχεία από τα σενάριο RES και ΕΕ, καταλήγοντας στην πλήρη απεξάρτηση από τον λιγνίτη το 2050.