Η Αισθητή Υποχώρηση της Ενεργειακής Κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ανοίγει και Πάλι την Συζήτηση για τις Ενεργειακές Επιλογές στην Ευρώπη

Η Αισθητή Υποχώρηση της Ενεργειακής Κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση Ανοίγει και Πάλι την Συζήτηση για τις Ενεργειακές Επιλογές στην Ευρώπη
του Κ.Ν. Σταμπολή
Τετ, 18 Φεβρουαρίου 2015 - 17:30
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που γνωστοποιήθηκαν στις 9/2 η ενεργειακή κατανάλωση των 28 χωρών της Ε.Ένωσης για το 2013 (τελευταίο έτος για το οποίο διαθέτουμε ηλεγμένα στατιστικά στοιχεία)έφθασε τα 1.666 εκατ. τόνους ισοδύναμων πετρελαίου (Μtoe). Το μέγεθος αυτό είναι μειωμένο κατά 9.1% σε σύγκριση με την κορύφωση της Ευρωπαϊκής κατανάλωσης ενέργειας στα 1,832 Μtone που είχε σημειωθεί το 2006 ενώ είναι συγκρίσιμο με το επίπεδο κατανάλωσης της περιόδου 1990-1995( βλέπε γράφημα)

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat που γνωστοποιήθηκαν στις 9/2 η ενεργειακή κατανάλωση των 28 χωρών της Ε.Ένωσης για το 2013 (τελευταίο έτος για το οποίο διαθέτουμε ηλεγμένα στατιστικά στοιχεία)έφθασε τα 1.666 εκατ. τόνους ισοδύναμων πετρελαίου (Μ toe). Το μέγεθος αυτό είναι μειωμένο κατά 9.1% σε σύγκριση με την κορύφωση της Ευρωπαϊκής κατανάλωσης ενέργειας στα 1,832 Μ tone που είχε σημειωθεί το 2006 ενώ είναι συγκρίσιμο με το επίπεδο κατανάλωσης της περιόδου 1990-1995( βλέπε γράφημα).

Προκαταρκτικά στοιχεία για το 2014 δείχνουν ότι η ενεργειακή κατανάλωση του περασμένου έτους, αν και ελαφρώς ενισχυμένη, κινείται περίπου στα ίδια επίπεδα με αυτά του 2013 το οποίο σημαίνει ότι η παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας έχει επηρεαστεί από την σχεδόν μηδενική, κατά μέσο όρο οικονομική, ανάπτυξη της Ευρωζώνης ενώ σε αρκετές χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία η κατανάλωση την τελευταία πενταετία είναι καθοδική ακολουθώντας την συρρικνούμενη οικονομική δραστηριότητα των κρατών αυτών. Με την Ελλάδα να είναι ένα από τα πλέον κτυπητά παραδείγματα με την κατανάλωση πετρελαιοειδών να έχει μειωθεί κατά 35% τα τελευταία επτά χρόνια και την ζήτηση για φ. αέριο να έχει πέσει σχεδόν κατά 50% τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όσον αφορά τον ηλεκτρισμό, η κατανάλωση από το 2008 μειώθηκε κατά 11,5%, αισθητά λιγότερο σε σχέση με άλλες μορφές ενέργειας, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα υποκατέστησε, κατά τους χειμερινούς μήνες, στη θέρμανση, σε σημαντικό βαθμό, το πετρέλαιο, λόγω αύξησης των τιμών του τελευταίου την ίδια περίοδο.

Γενικά, πάντως, καταλήγουμε στο εύλογο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση ενέργειας αποτελεί έναν ανάγλυφο και αποκαλυπτικό δείκτη του συνεχώς υποβιβαζόμενου βιοτικού επιπέδου της χώρας.

Τα στατιστικά στοιχεία για την ενέργεια της Eurostat για το 2013 παρουσιάζουν επίσης μεγάλο ενδιαφέρον ως προς τους δείκτες ενεργειακής εξάρτησης ( energy dependency ) των διαφόρων κρατών με αυτά που διαθέτουν επαρκή εγχώρια παραγωγή να είναι λιγότερο εξαρτώμενα από εισαγωγές όπως η Δανία(12.3%) Ρουμανία (18.6%), η Πολωνία (25.8%), Ολλανδία (26%) ενώ στον αντίποδα ευρίσκονται μερικά υπέρμετρα εξαρτώμενα κράτη όπως η Κύπρος (96.4%), το Λουξεμβούργο (96.9%) και η Ιρλανδία (89.1%). Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας, σύμφωνα με τη Eurostat , ευρίσκεται στο 62.1%, δηλαδή πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε που είναι 53.2%, λόγω των εισαγωγών αργού και φ. αερίου που καλύπτουν σχεδόν το 100% των αναγκών σε καύσιμα με εξαίρεση την πολύ μικρή παραγωγή του Πρίνου (περίπου 2.500 βαρέλια την ημέρα). Σημαντική είναι εξ’ άλλου η εξάρτηση της Ελλάδος από την εγχώρια παραγωγή λιθάνθρακα (λιγνίτη) σε ποσοστό 72.3%, δηλαδή σε συγκρίσιμο επίπεδο με αυτό της Πολωνίας (80.5%) και της Εσθονίας (78.3%).

Η συνεχιζόμενη υποχώρηση στην ενεργειακή κατανάλωση της Ε.Ένωσης είναι λογικό να έχει προβληματίσει τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Επιτροπής οι οποίες στο πλαίσιο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού τους επεξεργάζονται ήδη εναλλακτικές πολιτικές με στόχο την προσαρμογή της ενεργειακής ζήτησης της ΕΕ σε χαμηλότερα επίπεδα. Υπό αυτή την έννοια επανεξετάζονται τώρα οι ανάγκες εισαγωγών σε πετρέλαιο, φ. αέριο και ηλεκτρισμό καθώς και οι προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης της εγχώριας παραγωγής υδρογονανθράκων και στερεών καυσίμων. Έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι παρά την συρρικνούμενη ενεργειακή ζήτηση το μερίδιο των ΑΠΕ ως ποσοστό της εγχώριας παραγωγής έχει αυξηθεί, με το μέσο όρο στην ΕΕ να φθάνει το 24.3% - και της Ελλάδας στο 27.9% -, γεγονός που οφείλεται κυρίως στις επιδοτούμενες τιμές αγοράς. Ένα καθεστώς που όμως ευρίσκεται υπό αναθεώρηση και ενδεχομένως να τροποποιηθεί σημαντικά κατά τα επόμενα χρόνια.