Στην πρώτη γραμμή των επενδυτικών προτεραιοτήτων στην Ευρώπη ως το 2030 έρχονται τα δίκτυα διανομής για την πλήρη αξιοποίηση της παραγωγής ΑΠΕ, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της Ε.Ε. για τη μείωση των εκπομπών αερίων. Την ίδια στιγμή η κρίση της Ουκρανίας φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο την ανάγκη για επενδύσεις σε δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και σε εγκαταστάσεις LNG, προκειμένου η Ευρώπη να διασφαλίσει την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια της

Στην πρώτη γραμμή των επενδυτικών προτεραιοτήτων στην Ευρώπη ως το 2030 έρχονται τα δίκτυα διανομής για την πλήρη αξιοποίηση της παραγωγής ΑΠΕ, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της Ε.Ε. για τη μείωση των εκπομπών αερίων. Την ίδια στιγμή η κρίση της Ουκρανίας φέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο την ανάγκη για επενδύσεις σε δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και σε εγκαταστάσεις LNG, προκειμένου η Ευρώπη να διασφαλίσει την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια της.

Οι διαπιστώσεις αυτές προέρχονται από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας, DIW Berlin, με βάση τον Οδικό Χάρτη της Ενέργειας της Ε.Ε. για το 2050, αλλά και σειρά μελετών από φορείς, όπως, η IEA, το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για το Κλίμα ( ECF), αλλά και τον Ευρωπαίο Διαχειριστή Δικτύων Μεταφοράς ( ENTSO- E). Το σύνολο των απαιτούμενων κεφαλαίων εκτιμώνται από το DIW στο δυσθεώρητο ποσό των 2,5 τρισ. ευρώ μέσα στην επόμενη 15ετία.

Στην έκθεση που παρουσίασε το Ινστιτούτο μέσα στον Ιούλιο επισημαίνεται ότι με βάση τους στόχους της Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών αερίων, που σχετίζονται με το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 80-95% το 2050, αλλά και τον ενδιάμεσο στόχο για μείωση 40% έως το 2030 που έθεσε η Κομισιόν, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρισμού, αλλά και στα δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, καθώς και στα έργα αναβάθμισης της ενεργειακής αποδοτικότητας στην Ευρώπη στις επόμενες δεκαετίες. Το DIW παρουσιάζει κλιμακωτά τις εκτιμήσεις των επιμέρους φορέων για τα ποσά που θα πρέπει να διατεθούν για τη δημιουργία των απαραίτητων ενεργειακών υποδομών.

Πιο συγκεκριμένα, το European Climate FoundationCF) εκτιμά τις απαραίτητες επενδύσεις στον τομέα του ηλεκτρισμού μέχρι το 2030 στα 1,153 τρισ. ευρώ, από τα οποία περίπου το 1 τρισ. ευρώ προορίζεται για κατασκευή μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (συμβατικές και ΑΠΕ), 57 δισ. ευρώ για εφεδρικές μονάδες και 68 δισ. ευρώ για δίκτυα μεταφοράς υψηλής τάσης.

Από τη χαρτογράφηση των υποδομών αλλά και των μορφών ενέργειας στις οποίες δίνεται προτεραιότητα μέχρι το 2030 η έκθεση αναδεικνύει ως προτεραιότητα τις επενδύσεις στα δίκτυα διανομής, καθώς αυτά πρέπει να μετατραπούν σε έξυπνα δίκτυα και να επιτρέψουν τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και τη δυνατότητα για ενεργό συμμετοχή των καταναλωτών στη διαμόρφωση της ζήτησης μέσω έξυπνων μετρητών.

Φυσικά, η κατάσταση στην Ουκρανία, που αποτελεί διάδρομο μεταφοράς του ρώσικου φυσικού αερίου, δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί. Ως αντίβαρο στη μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση σήμερα της Ευρώπης από τη Ρωσία η έκθεση υπογραμμίζει την αναγκαιότητα για επενδύσεις στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και σε εγκαταστάσεις LNG. H Διεθνής Ένωση Ενέργειας (IEA) υπολογίζει τις σχετικές αναγκαίες επενδύσεις στα 165 δισ. ευρώ ως το 2030, ενώ η Κομισιόν, με μια πιο συντηρητική προσέγγιση, εκτιμά ότι θα χρειασθούν περί τα 70 δισ. ευρώ για τον ίδιο στόχο μέχρι το 2020.

Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται και στην εξοικονόμηση ενέργειας, με την ΙΕΑ να υπολογίζει τις αναγκαίες επενδύσεις στα 1,2-2,3 δισ. ευρώ στην Ευρώπη μέχρι το 2035.

Βεβαίως, το ζήτημα που ανακύπτει είναι πώς θα χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις αυτές, δεδομένης της δημοσιονομικής πίεσης εντός Ε.Ε. και της αδυναμίας των κρατών-μελών να τις υποστηρίξουν μέσα από τους προϋπολογισμούς τους. Η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί τόσο σε περιβαλλοντικό όσο και ενεργειακό επίπεδο απαιτούν σε ετήσια βάση περίπου 150 δισ. ευρώ, δηλαδή, το 80% του Ελληνικού ΑΕΠ.

Με αυτά τα δεδομένα, η έκθεση υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αναζητήσει τα κεφάλαια αυτά από τον ιδιωτικό τομέα, προσελκύοντας επενδυτές, οι οποίοι όμως με τη σειρά τους θα χρειαστούν επαρκείς εγγυήσεις και το κατάλληλο επενδυτικό τοπίο. Επιπρόσθετα, εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί η σύμπραξη της ΕΤΕπ και των εργαλείων JESSICA και JASPERS, ενώ ειδικά για τα έργα δικτύων η ένταξή τους στο καθεστώς των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίσπευση της αδειοδοτικής διαδικασίας και την ομαλή υλοποίηση των επενδύσεων.