Μεγάλα γεγονότα και ζητήματα είχαν μεταβάλλει το παγκόσμιο ενεργειακό περιβάλλον πολύ πριν το ξέσπασμα του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, τον Φεβρουάριο του 2022. Η ταχεία ανάπτυξη –και προσφάτως οικονομική επιβράδυνση- της Κίνας, η πανδημία της COVID-19, η πλεονάζουσα ενεργειακή ικανότητα των ΗΠΑ και, κυρίως

η επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής αποτέλεσαν συγκλονιστικούς παράγοντες για την διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής όλων των κρατών, μεγάλων και μικρών. Ο πόλεμος στην Ουκρανία απλώς επιτάχυνε τα πράγματα.

Όλα αυτά προκαλούν ή και υπόσχονται μια αναστάτωση στην ενεργειακή αγορά. Και όταν οι αγορές αναστατώνονται, συνήθως οι τιμές ανεβαίνουν. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους δημιουργεί συνολικές πιέσεις στις οικονομίες των χωρών που δεν είναι καθαροί παραγωγοί και εξαγωγείς ενέργειας, και αυτές οι χώρες είναι οι περισσότερες στον κόσμο. Και μια οικονομία που πιέζεται μετακυλύει τις εντάσεις στο πολιτικό επίπεδο, είτε πρόκειται για δημοκρατικά καθεστώτα είτε για αυταρχικά. Η δε πολιτική αστάθεια που προκύπτει, δημιουργεί νέες εντάσεις στην οικονομία και την κοινωνία.

Ο φαύλος κύκλος που περιγράφεται σχηματικά ανωτέρω δεν πρόκειται να σπάσει οποτεδήποτε σύντομα. Η κλασική παραγωγή και κατανάλωση ενεργειακών πόρων θα εξακολουθεί να παρεμβαίνει δυναμικά στην γεωπολιτική για τις επόμενες πολλές δεκαετίες. Επίσης, η μετάβαση στην καθαρή, «πράσινη» ενέργεια πρόκειται να δημιουργήσει αντίστοιχης έντασης φαινόμενα, καθώς τα εργαλεία παραγωγής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και πάλι δεν θα είναι διαθέσιμα από όλους και προς όλους.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΗΔΕΝΙΚΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ

Σημείο καμπής θεωρείται η επίτευξη του στόχου για «μηδενικές εκπομπές ως το 2050» [Net Zero Emissions, NZE] προκειμένου να σωθεί ο πλανήτης από την κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, όσοι νομίζουν ότι μηδενικές εκπομπές σημαίνει κατάργηση των ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακας) κάνουν λάθος. Σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (International Energy Agency, IEA) του 2021, ο κόσμος το 2050 θα καταναλώνει ακόμη το 50% του φυσικού αερίου που καταναλώνει σήμερα και περίπου το 25% του πετρελαίου, ενώ οι εκπομπές από την καύση γαιάνθρακα θα πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 55%.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι χώρες που σήμερα παράγουν σημαντικές ποσότητες ορυκτών καυσίμων, από τις τρείς πρώτες (ΗΠΑ, Ρωσία, Σαουδική Αραβία) μέχρι και τη Βενεζουέλα, τη Νιγηρία, τη Νορβηγία, το Ιράν κ.λπ. θα συνεχίζουν να παίζουν αξιόλογο γεωπολιτικό ρόλο και στις επόμενες δεκαετίες.

Ωστόσο, η άνοδος της παραγωγής ενέργειας με «πράσινους», καθαρούς τρόπους θα φέρει ανακατατάξεις και ενδεχομένως νέους παίκτες στο προσκήνιο. Η ΙΕΑ υπολογίζει ότι θα υπάρχει ετησίως μια παγκόσμια αγορά αξίας πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για τους κατασκευαστές ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών πάνελ, μπαταριών ιόντων λιθίου, ηλεκτρολυτών, και κυψελών καυσίμων.

Οι χώρες που πρωταγωνιστούν στην τεχνολογία και τις δυνατότητες κατασκευής των ανωτέρω, θα απολαμβάνουν ισχυρή γεωπολιτική επιρροή. Ήδη, η Κίνα είναι ο βασικότερος παραγωγός τεχνολογιών παραγωγής πράσινης ενέργειας, με ιδιαίτερη έμφαση στα φωτοβολταϊκά συστήματα: Παράγει το περίπου 65% του παγκόσμιου πολυπυριτίου και το 90% των ημιαγωγών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κυψελών ηλιακής ενέργειας.

Επίσης, τα  «πράσινα» συστήματα απαιτούν την χρήση σπανίων γαιών που λόγω της αυξημένης ζήτησης καθίστανται ακόμη πιο πολύτιμες. Οι χώρες στων οποίων το υπέδαφος βρίσκονται, αναδεικνύονται σε διεθνείς παίκτες. Για παράδειγμα, η Αυστραλία παράγει το 50% του παγκόσμιου λιθίου, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό το 50% του παγκόσμιου κοβαλτίου, και η Κίνα το 50% των σπανίων γαιών γενικώς [2].

Σε μια άλλη πτυχή του ίδιου θέματος, η παραγωγή ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια, η οποία πρόσφατα χαρακτηρίστηκε επίσης «πράσινη», κυριαρχείται σήμερα από την Ρωσία. Η χώρα αυτή, όχι μόνο έχει την σχεδόν αποκλειστική διαχείριση των παγκόσμιων αποθεμάτων επεξεργασμένων πυρηνικών καυσίμων, αλλά είναι και η μακράν ισχυρότερη χώρα στην κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων. Ρωσικές εταιρείες κατασκευάζουν πάνω από το 50% των εκτός Ρωσίας πυρηνικών αντιδραστήρων, και η Κίνα άλλο ένα 20%. Αυτό τους δίνει εξαιρετικά μεγάλη μόχλευση όχι μόνο στο κύκλωμα παραγωγής ενέργειας από την συγκεκριμένη πηγή αλλά και ευρύτερα στην πρόσβαση πυρηνικού υλικού για κάθε χρήση.

Άλλες χώρες, λόγω θέσης και κεφαλαιακής επάρκειας λειτουργούν ή σχεδιάζουν να λειτουργήσουν εκτεταμένες μονάδες ΑΠΕ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Αλγερία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία με τεράστιες μονάδες παραγωγής ηλιακής ενέργειας, και η Δανία, η Ολλανδία, και η Γερμανία με εξίσου μεγάλα αιολικά πάρκα.

Επίσης άλλες χώρες αναπτύσσουν την καθαρή παραγωγή υδρογόνου, είτε μέσω ηλεκτρόλυσης από ΑΠΕ είτε με το λεγόμενο «μπλε υδρογόνο» που προκύπτει από τη μετατροπή φυσικού αερίου σε υδρογόνο με την δέσμευση του άνθρακα από αυτό. Οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Χιλή, το Κατάρ και άλλες χώρες του Κόλπου, δραστηριοποιούνται ήδη έντονα στην αγορά υδρογόνου και αμμωνίας που αποτελεί το φθηνό και ασφαλέστερο έκδοχό του.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΕΝΗ

Είναι ήδη προφανές ότι η μετάβαση προς έναν πιο καθαρό κόσμο θα γίνει με την ολοένα ευρύτερη χρήση του ηλεκτρισμού. Οι «βρώμικες» βιομηχανίες της παραγωγής χάλυβα, τσιμέντου, και μεταφορών μεγάλων αποστάσεων, θα πρέπει να βρουν τρόπους κατανάλωσης καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας. Κι αυτό με την σειρά του θα απαιτήσει την παραγωγή καινοτομίας και την χρήση κεφαλαίων.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη σαν σύνολο, μερικά κράτη του Κόλπου, η Κίνα, η Ιαπωνία, και η Νότια Κορέα είναι καλά τοποθετημένοι για αυτή τη νέα εποχή. Αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι, παρότι καλείται να συμμετάσχει στην λύση ενός προβλήματος για την δημιουργία του οποίου δεν ευθύνεται σχεδόν καθόλου.

Εάν βρεθεί ένας τρόπος ταχείας εξομάλυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των κύριων τρεχουσών εστιών διεθνούς αντιπαράθεσης, αλλά και ένας τρόπος πρόληψης των αντιθέσεων που θα προκύψουν μεταξύ των χωρών λόγω της κλιματικής αλλαγής και των προσπαθειών για ενεργειακή μετάβαση, τότε η ανθρωπότητα θα έχει πάλι την ευκαιρία μιας νέας περιόδου ευημερίας. Αν όχι, ο κόσμος θα βρεθεί εκ νέου αντιμέτωπος με υπαρξιακά ζητήματα._ 

*Ο κ. Λουκάς Γ. Κατσώνης είναι εκδότης–διευθυντής της επιθεώρησης Foreign Affairs The Hellenic Edition και πρόεδρος του Ινστιτούτου Εξωτερικών Υποθέσεων (fainst.eu)