Τη δημιουργία μία Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ενεργειακό τομέα ζητά, με πρόσφατο άρθρο του, ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ. Ο βετεράνος της ευρωπαϊκής ενοποίησης θεωρεί ότι η σύσταση μίας «Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Κοινότητας», η οποία θα υπερβαίνει τις εθνικές αρμοδιότητες των κρατών-μελών της Ε.Ε. είναι απαραίτητο βήμα ώστε η Ευρώπη να γίνει ηγέτιδα δύναμη στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης

Τη δημιουργία μία Ευρωπαϊκής Ένωσης στον ενεργειακό τομέα ζητά, με πρόσφατο άρθρο του, ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ. Ο βετεράνος της ευρωπαϊκής ενοποίησης θεωρεί ότι η σύσταση μίας «Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Κοινότητας», η οποία θα υπερβαίνει τις εθνικές αρμοδιότητες των κρατών-μελών της Ε.Ε. είναι απαραίτητο βήμα ώστε η Ευρώπη να γίνει ηγέτιδα δύναμη στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης.

Μέσα από τις σελίδες της γαλλικής Figaro (24/01/2013), o Ζακ Ντελόρ, ως πρόεδρος του ευρωπαϊκού think tank «Notre Europe – Jacques Delors» κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη σημερινή έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τονίζει πως η μετατροπή της ενεργειακής πολιτικής σε αρμοδιότητα της Ένωσης και όχι των χωρών που την απαρτίζουν θα τη βοηθήσουν να αποκτήσει πραγματικές εταιρικές σχέσεις με τις χώρες ή οποίες την τροφοδοτούν σήμερα με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, αλλά και να ανταποκριθεί στην όλο και αυξανόμενη «ενεργειακή φτώχεια», που ήδη ταλανίζει εκατομμύρια Ευρωπαίους. Στο άρθρο, το οποίο έχει τον τίτλο «Η Γαλλία πρωτοπόρος προς μία Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Κοινότητα», τονίζεται πως ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ έχει ήδη ταχθεί υπέρ ενός τέτοιου σχεδίου, το οποίο στηρίζουν, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, στην πλειοψηφία τους, και οι Ευρωπαίοι πολίτες. Ένα τέτοιο σχέδιο, σύμφωνα με το άρθρο, που συνυπογράφουν, μαζί με τον Ντελόρ, ο Σαμί Αντουρά (Senior Research Fellow του Ινστιτούτου «Notre Europe – Jacques Delors» σε θέματα ενεργειακής πολιτικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας διακυβέρνησης και εξωτερικής πολιτικής) και ο Μισέλ Ντερντεβέ (Λέκτωρ του Institut d’études politique de Paris και καθηγητής στο Κολλέγιο της Ευρώπης στην Μπρυζ του Βελγίου) αποτελεί τη μόνη λύση για την Ευρώπη στον ενεργειακό τομέα.

Ακολουθεί το άρθρο των Ντελόρ, Αντουρά και Ντερντεβέ υπέρ της σύστασης μίας «Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Κοινότητας»:

“Πριν από εξήντα και πλέον χρόνια, στην αυγή της δημιουργίας της σύγχρονης Ευρώπης, η συγκέντρωση της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, υπό την αιγίδα μίας κοινής Ανώτατης Αρχής, έμελλε να αποτελέσει ένα μείζον βήμα προς μία ενισχυμένη μορφή αλληλεγγύης στον ενεργειακό τομέα ανάμεσα στις έξι χώρες-εταίρους και μία αναμφίβολη επιτυχία στην πορεία της Γηραιάς Ηπείρου προς την επανεδραίωση της ειρήνης.

Ακόμη και σήμερα, το κοινό αυτό σχέδιο διατηρεί όλη του την επικαιρότητα. Οι διάφοροι εθνικοί διάλογοι που διεξήχθησαν πρόσφατα γύρω από τη μετάβαση σε ένα νέο ενεργειακό μοντέλο συνιστούν μία εξαιρετική ευκαιρία για να ξεκινήσει μία πραγματικά ολοκληρωμένη ενεργειακή πολιτική στον τομέα της ενέργειας, η οποία ήδη προδιαγράφεται στην Συνθήκη της Λισσαβώνας. Το διακύβευμα για την Ευρώπη, σε μία στιγμή αν μη τι άλλο δύσκολη, είναι να παίξει το ρόλο της ως ηγετική δύναμη στη μετάβαση προς ενεργειακά συστήματα που θα είναι όχι απλώς βιώσιμα, αλλά και ανταγωνιστικά και αξιόπιστα.

Για να επιτευχθεί αυτό, οι Ευρωπαίοι οφείλουν να υπερβούν συλλογικά τους «ενεργειακούς πατριωτισμούς» τους, αυτόν τον μόνιμο ψευδο-δισταγμό, που μας κάνει να μην ξέρουμε πια ποιος εγγυάται, η Ένωση ή τα κράτη-μέλη, τα κοινά συμφέροντα των λαών της Ευρώπης. Είναι φανερό, στην πραγματικότητα, ότι, ανεξάρτητα από τα όποια περιβαλλοντικά ή ενεργειακά ζητήματα κυριαρχούν στην επικαιρότητα, το να καταφύγουμε σε επιλογές απομόνωσης και εθνικοποίησης αποτελεί αιτία επιδείνωσης για το σύνολο των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αναμφίβολα, η ενέργεια αποτελεί αρμοδιότητα την οποία η Ένωση μοιράζεται με τα κράτη-μέλη της, και δεν μπορεί να υπάρξει από αύριο κιόλας, ως εκ θαύματος, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό ενεργειακό μείγμα. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι το πρόσχημα πίσω από το οποίο θα κρυβόμαστε για να δικαιολογήσουμε την κραυγαλέα έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη: υπάρχει ήδη μεταξύ τους μία πραγματική ενεργειακή αλληλεξάρτηση που σε εμάς εναπόκειται να την μετατρέψουμε σε πλεονέκτημα.

Επιδιώκοντας να ξαναδώσουμε στην πολιτική την σημασία που της αρμόζει, είναι επείγον να απαλλαγούμε από τις τεχνικές παλινωδίες και τις λοιπές διαμάχες των ειδικών, που παραμένουν ακατανόητες για την κοινή γνώμη, και να αναδείξουμε μία νέα φιλοδοξία δημιουργώντας μία πραγματική «Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Κοινότητα», δίνοντας ώθηση στο ευγενές όραμα το οποίο εδώ και χρόνια προωθεί το Ινστιτούτο «Notre Europe – Jacques Delors», και που υποστηρίζεται ενεργά από τον Jerzy Buzek, πρώην πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου. Ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Φρανσουά Ολάντ, έχει ταχθεί υπέρ μίας τέτοιας κίνησης, περισσότερες από μία φορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2012, ανοίγοντας, έτσι, μία ισχυρή ιστορική και πολιτική προοπτική. Είναι πολύ σημαντικό στο μέλλον να εμπλακούν, στην κίνηση αυτή, και οι Ευρωπαίοι πολίτες, οι οποίοι ήδη απαιτούν την εφαρμογή αυτού του κοινού σχεδίου, όπως δείχνουν οι πρόσφατες σφυγμομετρήσεις.

Αποφεύγοντας τη δειλή προσέγγιση, εν είδει επαιτείας, μπροστά σε τρίτες χώρες που παράγουν φυσικό αέριο ή πετρέλαιο (όπως η Ρωσία, η Αλγερία και άλλα κράτη στην περιοχή της Κασπίας ή αλλού), αυτή η νέα Κοινότητα θα μπορούσε να διαμορφώσει με αυτές πραγματικές εταιρικές σχέσεις στον τομέα της ενέργειας, περιεκτικές και ισόρροπες, υπό την προϋπόθεση ότι η Ε.Ε. θα μιλά με μία φωνή και ότι θα αναλάβει τον ρόλο της ως ένας στρατηγικός παίκτης σεβαστός στον τομέα αυτό. Στο πλαίσιο των εταιρικών σχέσεων καλής γειτονίας με τις χώρες της νότιας ακτής της Μεσογείου και της Ανατολικής Ευρώπης, αυτή η κοινότητα θα έχει ως αποστολή την ανάπτυξη μίας πραγματικά κοινής βιομηχανικής ενεργειακής πολιτικής, η οποία θα επέτρεπε την ανάδειξη των επιχειρήσεων του μέλλοντος, οι οποίες θα αποτελέσουν την κινητήριο δύναμη μίας ενεργειακής ανάπτυξης που θα σέβεται τον πλανήτη.

Θα μπορούσε επίσης, ταχύτατα, να επιδοθεί στην ενίσχυση την διασυνδέσεων και των ανταλλαγών, στη βάση της αλληλεγγύης, ανάμεσα στα μέλη της, κινήσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη και τη διάδοση – πάνω και πέρα από τα σύνορα και τις ενεργειακές «κουλτούρες» – μορφών ενέργειας απαλλαγμένων από άνθρακα και, έτσι, να προωθήσει την αναγκαία συνεργασία ανάμεσα σε γειτονικά κράτη, η οποία θα δομείται γύρω από περιφερειακές ομαδοποιήσεις. Επιπλέον, αυτό προϋποθέτει ότι η Ε.Ε. θα διαθέτει όχι μόνον έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ειδικά αφιερωμένο στην ενέργεια και το περιβάλλον, και ο οποίος θα είναι ικανός να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, αλλά και τα εργαλεία που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση των υποδομών αυτών.

Κατά την άποψή μας, η ενεργειακή κοινότητα θα πρέπει να έχει, επίσης, έναν κοινωνικό ρόλο, καθιερώνοντας κοινούς κανόνες για την καθολική πρόσβαση στην ενέργεια ·η «ενεργειακή φτώχεια» αποτελεί σήμερα μία πραγματικότητα που βιώνουν εκατομμύρια Ευρωπαίοι, οι οποίοι, φέτος τον χειμώνα, δεν θα μπορέσουν να πληρώσουν τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ή του φυσικού αερίου και τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε στην μοίρα τους. Η πολιτική πρωτοβουλία για την πάλη ενάντια σε αυτό το φαινόμενο πρέπει να προέλθει από την ίδια την Ευρώπη, όπως συνέβη στο παρελθόν στον τομέα της ενεργειακής αποδοτικότητας.

Σήμερα, στη Γαλλία διεξάγεται μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με τη μετάβασή της προς μία μορφή βιώσιμης κοινωνίας, η οποία θα δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό στο περιβάλλον και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις μελλοντικές γενιές. Εναπόκειται στις υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες της Γαλλίας, όπως και της Ευρώπης, να διασφαλίσουν ότι η συζήτηση αυτή δεν θα παραμείνει αυστηρά σε εθνικό πλαίσιο, αλλά θα πραγματοποιηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να διεξαχθεί σε όλο της το εύρος και να μην απουσιάσουν από αυτήν οποιεσδήποτε πτυχές της συνεργασίας και της αλληλεγγύης, που μπορεί να επηρεάσουν τις μελλοντικές επιλογές. Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν θα κωφεύσουν στην έκκληση αυτή και ότι θα αποδειχθούν, μέσα στους επόμενους μήνες, ικανές να υιοθετήσουν μία στάση τόσο τολμηρή όσο απαιτούν οι περιστάσεις.

Μέσω της ενέργειας, η Ευρώπη θα μπορέσει αύριο να αποκαταστήσει τον δεσμό της με τους πολίτες της Γηραιάς Ηπείρου, τονίζοντας τη σημασία του κοινού αυτού σχεδίου και καταδεικνύοντας στους Ευρωπαίους πολίτες ότι ένα τέτοιο σχέδιο είναι προς το συμφέρον όλων, αποφεύγοντας, έτσι, τόσο να γίνει καρικατούρα του εαυτού της όσο και να βυθιστεί στην ασυνεννοησία”.