Αμφιβολίες Επικρατούν στην Ευρώπη για την Στήριξη της Αγοράς Δικαιωμάτων CO2 – Στο Ναδίρ οι Τιμές

Αμφιβολίες Επικρατούν στην Ευρώπη για την Στήριξη της Αγοράς  Δικαιωμάτων CO2 – Στο   Ναδίρ οι Τιμές
energia.gr
Παρ, 3 Αυγούστου 2012 - 17:09
Σε πολύ χαμηλά επίπεδα διαμορφώθηκαν κατά τον μήνα Ιούλιο οι τιμές του συστήματος δικαιωμάτων εμπορίας εκπομπών διοξειδίου άνθρακα, μιας διαδικασίας που έχει θεσμοθετηθεί και υποστηρίζεται ως αποτέλεσμα αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών (Πρωτόκολλο του Κιότο). Αιτία ήταν οι αμφιβολίες που ανέκυψαν σχετικά με την αποτελεσματικότητα των σχεδίων στήριξης της αγοράς εμπορίας καύσιμων που προωθεί τώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Σε πολύ χαμηλά επίπεδα διαμορφώθηκαν κατά τον μήνα Ιούλιο οι τιμές του συστήματος δικαιωμάτων εμπορίας εκπομπών διοξειδίου άνθρακα, μιας διαδικασίας που έχει θεσμοθετηθεί και υποστηρίζεται ως αποτέλεσμα αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών (Πρωτόκολλο του Κιότο). Αιτία ήταν οι αμφιβολίες που ανέκυψαν σχετικά με την αποτελεσματικότητα των σχεδίων στήριξης της αγοράς εμπορίας καύσιμων που προωθεί τώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Ως γνωστό αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών ( ETS) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν οι πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER). Όμως το τελευταίο διάστημα οι τιμές κινούνται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, λ.χ. στις 18/7 παρατηρήθηκε μια μείωση της τάξης 11.5% μέσα στην ίδια μέρα, δηλ. η τιμή έφτασε στα €6,80 –η χαμηλότερη από τα μέσα Ιουνίου – και αργότερα την ίδια μέρα ανέβηκε στα €7,18 για να κλείσει τελικά στα €6,96/ ton την 1η Αυγούστου.

Όπως σημειώνει πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times για τα πρωτοφανή χαμηλά αυτά επίπεδα των τιμών του άνθρακα που παρατηρούμε τους τελευταίους εννέα μήνες, αφενός ευθύνεται η υπερπροσφορά δικαιωμάτων που διαθέτει η Ε.Ε. και αφετέρου η χαμηλή ζήτηση που παρατηρείται από πλευράς της, λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας στην Ευρωζώνη.

Ορισμένοι αναλυτές, υποστηρίζουν ότι οι τιμές των δικαιωμάτων άνθρακα πρέπει κανονικά να κοστίζουν κάπου στα €50 - ανώτατη τιμή - για να μπορούν να πραγματοποιούνται επενδύσεις με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Αυτή η θέση εκφράζεται και από πλευράς ΟΗΕ αφού συμπεριλαμβάνεται ως κεντρική θέση στην πολιτική τους. Έτσι, κάποιες χώρες κράτη μέλη της ΕΕ όπως η Δανία και η Αγγλία ενισχύουν αυτή την πολιτική προωθώντας σχετικά σχέδια δράσης. Αντίθετα, άλλες χώρες όπως η Πολωνία, που η παραγωγή ενεργείας τους εξαρτάται κατά 90% από μονάδες καύσης άνθρακα – άρα υψηλές εκπομπές ρύπων – διαφωνούν κάθετα με αυτή την πολιτική.

Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαία Επίτροπος για την Κλιματική Αλλαγή, η Δανή κα. Κόνι Χεντεγκάαρντ δήλωσε τον περασμένο Απρίλιο, ότι θα ανακοίνωνε μια αναθεώρηση της αγοράς δικαιωμάτων άνθρακα πριν τις καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό ήταν αναμενόμενο να συμβεί, προκειμένου ν’ αυξηθούν οι τιμές των δικαιωμάτων καθυστερώντας τις πωλήσεις νέων αδειών για την επόμενη χρονιά – ένα προσωρινό μέτρο που θεωρήθηκε ότι μπορεί να λειτουργήσει μέσω ρυθμιστικών αλλαγών. Επίσης, η κα. Χαντεγκααρντ, προσβλέπει σε μια διαρκή μείωση των ρύπων μέσα στα επόμενα χρόνια, κάτι που απαιτεί εκτενή τροπολογία των Ευρωπαϊκών νόμων.

Όμως, την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι στην έκθεση της η κα. Χαντεγκάαρντ δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο όριο για τον αριθμό αδειών CO2 που θα δοθούν την επόμενη χρονιά , όπως είχε δεσμευθεί να κάνει η ίδια. Αυτό προφανώς απαιτεί εκτενείς τροπολογίες στην σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία, κάτι που είναι πολύ ανησυχητικό όπως σχολίαζαν εκπρόσωποι της βιομηχανίας.

Σύμφωνα με κύκλους της Ε. Επιτροπής η Ευρωπαία Επίτροπος προσανατολίζεται τώρα σε λιγότερες τροπολογίες και αλλαγές στην νομοθεσία για να επιτύχει τις απαιτούμενες προσωρινές περικοπές, οι οποίες δεν θα είναι χρονοβόρες, προκειμένου να αποκρούσει πιθανές νομικές δυσκολίες και ρυθμιστικές αλλαγές.

Ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος – του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Δρ . Πίτερ Λίζ δήλωσε ότι εξακολουθεί να εμπιστεύεται την κα. Χαντεγκάαρντ για την κατάρτιση ενός σχεδίου δράσης που πρέπει όμως να καταστεί εντός της επόμενης εβδομάδας.

Εκπρόσωπος της κα. Χαντεγκάαρντ σε δήλωση του ανέφερε, ότι η έκθεση της βρίσκεται ακόμη στην ατζέντα της Επιτροπής και ότι προς το παρόν δεν αποτελεί θέμα προς συζήτηση.