Απόστολος Σάντας: «Οι Nέοι Άνθρωποι Δεν Μπορούν να Ζήσουν τη Ζωή τους»

Απόστολος Σάντας: «Οι Nέοι Άνθρωποι Δεν Μπορούν να Ζήσουν τη Ζωή τους»
energia.gr
Παρ, 6 Μαΐου 2011 - 11:18
"Έφυγε" πριν λίγες ημέρες ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Λάκης Σάντας, ο οποίος, τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου1941, κατέβασε, μαζί με τον Μανόλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το Ιερό βράχο της Ακρόπολης. Στην μνήμη του αναδημοσιεύουμε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο Λουκά Μαστροδήμο και το "Informer" του "Κόσμου του Επενδυτή", το Σεπτέμβριο του 2010
"Έφυγε" πριν λίγες ημέρες ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Λάκης Σάντας,  ο οποίος, τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου1941, κατέβασε, μαζί με τον Μανόλη Γλέζο τη χιτλερική σημαία από το Ιερό βράχο της Ακρόπολης. Στην μνήμη του αναδημοσιεύουμε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του στο Λουκά Μαστροδήμο και το "Informer" του "Κόσμου του Επενδυτή", το Σεπτέμβριο του 2010:

"Η πρόκληση να τον «αγιογραφήσεις», μεγάλη Τη μεγαλώνει περισσότερο μέχρι και το ίδιο του το επίθετο: Σάντας (άγιος). Όμως εκείνος δεν παριστάνει τον ήρωα. Δεν συστήνεται καν σαν «Απόστολος». Είναι ο «Λάκης». Ο σύντροφος, ο πατέρας, ο παππούς, ο θείος. Διακριτικός και περήφανος, στα 88 του πλέον, ο «'Αλκης» του βουνού παραμένει ένας ανήσυχος πολίτης, μια ανυπότακτη ψυχή και ένας γοητευτικός συνομιλητής. Τέκνο της «δρακογενιάς», όπως την αποκαλεί ο ίδιος, με λαβωμένο κορμί από σφαίρες, παραδόξως δεν κουβαλά σοβαρά «τραύματα».

Ο Λάκης Σάντας (ΛΣ), ο άνθρωπος, που μαζί με το Μανώλη Γλέζο, το προτελευταίο βράδυ της άνοιξης του 1941, κατέβασε τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη, επιτυγχάνοντας την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην Ευρώπη, την προσεχή Δευτέρα (20/9/2010) επιστρέφει στον τόπο τού ανδραγαθήματος. Με αφορμή την παρουσίαση του (αυτοβιογραφικού) βιβλίου του «μια νύχτα στην Ακρόπολη, μνήμες από μια σπουδαία εποχή» (εκδόσεις Βιβλιόραμα), μιλά στον «Κόσμο του Επενδυτή» (ΚτΕ). Δεν πρόκειται για μια τυπική συνέντευξη, αλλά για το αποτέλεσμα μιας πολύωρης φιλικής συζήτησης με έναν πραγματικά ξεχωριστό Έλληνα. Τον συναντήσαμε στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, όπου, μαζί με τις δύο κόρες του, την Αλεξάνδρα και τη Γεωργία, μας υποδέχτηκε μαζί με τον φωτογράφο Παναγιώτη Μποζίκη.
[πηγή δημοσίευσης: www.ppol.gr]

Λουκάς Μαστροδήμος (ΛΜ)

ΛΜ: Η ημέρα της παρουσίασης του βιβλίου σας πλησιάζει...

ΛΣ: Όπως είχα μεγάλη αγωνία από την ώρα που τελείωσα τα χειρόγραφα μέχρις ότου τυπωθεί το βιβλίο, έτσι έχω κι τώρα. Είμαι ικανοποιημένος όμως από το αποτέλεσμα, όπως και φίλοι αντιστασιακοί που επικοινωνούμε.

ΛΜ: Ξαναζείτε μαζί τα γεγονότα;

ΛΣ: Είναι σα να έγιναν χθες. Γι' αυτό και, όταν μας καλούν σε σχολεία να μιλήσουμε, το κάνουμε με μεγάλη ευχαρίστηση. Και μου κάνει εντύπωση η προσοχή που δείχνουν τα παιδιά, τόσο για την καταβίβαση της γερμανικής πολεμικής σημαίας όσο και για το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Τη στιγμή που οι Ιταλοί επιτέθηκαν για να καταλάβουν την Ελλάδα, η Ευρώπη ήταν ηττημένη και ξεφτιλισμένη. Και οι Έλληνες είπαν: « όχι, εμείς θα πολεμήσουμε!». Και πολέμησαν επί 216 ημέρες, τα κατάφεραν κι έτσι αποφάσισαν να επιληφθούν οι ίδιοι Γερμανοί, όπως έκαναν και στη Γιουγκοσλαβία.

ΛΜ: Θυμάμαι, από παλιότερη συζήτηση, πως η ερώτηση που σας είχε κάνει σε σχολείο ένας πιτσιρίκος, αν φοβηθήκατε, σας είχε εντυπωσιάσει...

ΛΣ: Ναι, ήταν ένα αγόρι του δημοτικού, που όταν τους προέτρεψαν να μου κάνουν ερωτήσεις, μου ζήτησε να πλησιάσει στο αυτί μου. Δεν ξέρω αν ντρεπόταν ή αν φοβόταν μήπως με θίξει. « Δεν φοβήθηκες;», με ρώτησε. « Βεβαίως και φοβήθηκα! Και εγώ και ο σύντροφός μου», απάντησα, επαναλαμβάνοντας στα υπόλοιπα παιδιά την ερώτηση. Ορισμένα πράγματα όμως είναι ανάγκη να γίνουν ακόμη και αν είναι επικίνδυνα. « Αν κινδυνεύει η μάνα σου και πρέπει να κάνεις κάτι για να τη σώσεις, αλλά φοβάσαι δεν πρέπει να συγκρατήσεις τον φόβο σου;», ρώτησα. « Ναι», ούρλιαξαν τα παιδιά. Ε, αυτό κάναμε και εμείς (γέλια)! Προσβάλαμε τους κατακτητές. « Και αν δείτε κανένα να λέει πως δεν φοβάται τίποτα, είναι ψεύτης».

ΛΜ: Αν δεν κάνω λάθος, πάντως, ο μεγάλος φόβος άργησε να σας καρπεύσει. Μέχρι και το 1956, οπότε και φύγατε για τον Καναδά...

ΛΣ : Μεγαλύτερος φόβος δεν είναι αυτός του κινδύνου της μάχης, αλλά ο ηθικός. Με όλα αυτά που πέρασα, με τον οπλονόμο που με ξεφτίλιζε και μου 'λεγε πως δεν είμαι Έλληνας, με το ξύλο στη Μακρόνησο, φοβόμουν πως, χωρίς να το καταλάβω -έτσι συνέβαινε συνέχεια δηλαδή-, θα συλληφθώ.

Το σπίτι μου ήταν στέκι στην κατοχή. Το αστικό κράτος δεν είχε εδραιωθεί, τα σύνορα δεν ήταν αδιαπέραστα. Ήρθε και με βρήκε ένας κυνηγημένος, στέλεχος του αντάρτικου, που είχε έρθει παράνομα από τη Ρουμανία, όπου ήταν η κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ και ο ραδιοφωνικός σταθμός «ελεύθερη Ελλάδα». Τον έκρυψα σπίτι μου με μωρό το πρώτο μου παιδί, κινδυνεύοντας με τον «νόμο 509», αν μας καταλάβαιναν, να εκτελεστούμε για κατασκοπεία μία ημέρα μετά το δικαστήριο. Γλίτωσα δηλαδή από τους Γερμανούς και να κινδυνεύω από τους Έλληνες; Απίστευτα πράγματα! Τότε, είπα στον πατέρα μου: «Αυτό ήταν, φεύγω!».

ΛΜ : Τελικά, ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός;

ΛΣ: Μα να σου πω...

ΛΜ: Είναι όμως και οι εξαρτήσεις, το βόλεμα...

ΛΣ: Δεν πάει πίσω και η εξάρτηση, το βόλεμα έρχεται στη συνέχεια. Όταν αρχίσεις να κάνεις παραχωρήσεις και αρχίσεις τις εξαρτήσεις εξαιτίας των φόβων σου, γίνεσαι υποχείριο. Κάπως έτσι πάει: φοβάσαι, «συνθηκολογείς» και βολεύεσαι.

ΛΜ: Εσείς όμως είστε... αμετανόητος!

ΛΣ: Μα είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος, τα ίδια θα έκανα πάλι! Εμείς κάναμε αυτό που έπρεπε. Δηλαδή τι έπρεπε να κάνουμε όταν επιτέθηκαν οι Γερμανοί να καταλάβουν την Ελλάδα; Πολεμήσαμε για την ελευθερία, την ανεξαρτησία, τη δημοκρατία, την ειρήνη. Όλοι οι άλλοι, μηδενός εξαιρουμένου, η πλουτοκρατία, ο βασιλιάς, όλη αυτή η κλίκα, πήρε τον μισό χρυσό και έφυγαν βιαστικά-βιαστικά. Τον άλλο μισό τον πήραν οι Γερμανοί με τη μορφή δανείου, το οποίο δεν επεστράφη ποτέ. Ειδικά αυτοί δεν γίνεται να βρίζουν την Ελλάδα. Να το ξέρεις, σε καμιά συζήτηση που θα κάνεις με κανένα... παλιοκερατά: υπήρχαν άνθρωποι που υποστήριζαν πως, άμα δεν πειράζαμε τους Γερμανούς, δεν θα μας πείραζαν και αυτοί. Ε, αυτοί ήταν δωσίλογοι ή μαυραγορίτες. Οι Γερμανοί, όμως, έκαψαν 1,200 χωριά και κατέστρεψαν την Ελλάδα. Ο κόσμος πέθαινε στον δρόμο, τους έβαζαν σε καρότσια και τους πέταγαν στους τάφους χωρίς σταυρό και αυτοί πήραν τον χρυσό και τα τρόφιμα.

ΛΜ: Αλήθεια, σήμερα, υπάρχει κάποια «σημαία» που πρέπει να «κατέβει»;

ΛΣ: Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι μεν ελεύθερη, αλλά δεν είναι ανεξάρτητη. Εξαρτάται από τη γενική πολιτική των Αμερικανών. Επειδή δεν υπάρχει ένοπλη διαμάχη, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κατέβασμα σημαίας. Την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τον κόσμο ολόκληρο τον καθοδηγούν ένα τραστ πολυεθνικών εταιρειών, το οποίο θέλει οι λαοί να μην έχουν παραδόσεις, ήθη, έθιμα. Θέλει μια μάζα χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς αλληλεγγύη για να μπορεί να την κάνει ό,τι θέλει.

ΛΜ: 'Αρα, τι κάνουμε;

ΛΣ: Αγώνες! Οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν τη ζωή τους. Η ανεργία, οι σπουδές, η διάβρωση του κράτους, η αίσθηση αδικίας. Αυτά είναι νομοτέλεια, έτσι όπως πάει θα γίνουν συγκρούσεις μεγαλύτερες από όσες προηγήθηκαν. Στην Ευρώπη υπάρχουν 14 εκατομμύρια άνεργοι και αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, λόγω της απληστίας του καπιταλισμού. Αυτή είναι η μόνη αδυναμία του, αυτή θα είναι και ο θάνατός του! Πάρε έναν βιομήχανο: έχει μεγάλο σπίτι, εξοχικό, πέντε αυτοκίνητα, πλούτη, ταξίδια, σκάφη, γυναίκες. Θέλει όμως κι άλλα! Δεν ξέρει τι έχει (δεν είναι σχήμα λόγου), ζημιώνει τη χώρα βγάζοντας στο εξωτερικό την περιουσία του, αλλά θέλει κι άλλα! Ε, αυτός ο άνθρωπος, αν του ζητήσει ένας υπάλληλος του μια μηδαμινή αύξηση, το αρνείται. Αυτό, λοιπόν, θα γίνει αδιέξοδο. Το πότε δεν ξέρω. Από την άλλη, όμως, και οι ιδέες του μαρξισμού δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν σήμερα. Στη Ρωσία, τότε, οι μουζίκοι ήταν... κομοδίνα. Οι τσιφλικάδες σκότωναν, βίαζαν και δεν μιλούσε κανείς. Έγινε επανάσταση και οι ιδιοφυΐες του Λένιν (Lenin) εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες. Αυτά δεν γίνεται να επαναληφθούν, χρειάζονται νέες καταστάσεις. Πρέπει να αγωνιστούν ο φτωχός και ο εργαζόμενος για τη ζωή τους. Εγώ είμαι αισιόδοξος, πάντως.

ΛΜ: Εσείς θα αλλάζατε κάποια από τις επιλογές σας;

ΛΣ: Να σου πω... Ίσως βιάστηκα να γυρίσω πίσω. 'Έπρεπε να καθίσω περισσότερο στον Καναδά. Θα απέφευγα τη δικτατορία και τη φυλακή. Αυτά ήταν αθλιότητες. Και, όταν έλεγα σε ξένους φίλους μου τι είχε προηγηθεί στην Ελλάδα, δεν με πίστευε κανείς. Στο τέλος έπαψα και εγώ να μιλάω...

ΛΜ: Σας μιλάνε, όμως, οι άλλοι. Ποια είναι η πιο συνηθισμένη πρώτη ερώτηση;

ΛΣ: Αυτή που γίνεται συνήθως είναι γιατί εγώ δεν είμαι τόσο γνωστός όσο ο Μανόλης ( Γλέζος). Τους εξηγώ πώς πέρασα όλα αυτά τα πράγματα, αγωνίστηκα και αντιστάθηκα στους κατακτητές, υπέστην ταλαιπωρίες και εξευτελισμούς, χωρίς να ζητώ ανταμοιβή. Δεν είμαι άνθρωπος της φιγούρας, γι' αυτό και δεν κάθισα να εκμεταλλευτώ πολιτικά και κοινωνικά τους αγώνες μου. 'Αλλοι αντιστασιακοί έμπλεξαν με την πολιτική, δημιούργησαν καταστάσεις και προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη δράση τους. Αυτό εγώ πάντα το θεωρούσα υποτιμητικό. Το σημαντικό είναι ότι τη στάση μου την εκτιμά ο κόσμος.

ΛΜ: Την «εκτός κομμάτων στάση»;

ΛΣ: Όταν είδα πως παράτησαν τα όπλα και μας παρέδωσαν και μας ξεφτίλιζαν οι χαφιέδες και οι δωσίλογοι και είδα ότι δεν είχαμε ηγεσία, καταρχήν θύμωσα με αυτούς. Μαλώσαμε, ήρθε και ο Ζαχαριάδης μετά...

'Αλλα τέσσερα βιβλία χρειάζονται γι' αυτά! Ο Χαρίλαος μου έλεγε συνέχεια: «έλα, Λάκη, έλα, Λάκη». Τους υποστήριξα ένα διάστημα. Και μετά άρχισαν πάλι τα ίδια, διαταγές και τέτοια. Πήρα το καπελάκι μου και έφυγα. Μπήκα μόνο στο συμβούλιο της «διεθνούς ομοσπονδίας αντίστασης» (FIR) και εκπροσωπούσα στο εξωτερικό την ελληνική αντίσταση. Δεν δέχθηκα ποτέ να γίνω βουλευτής, όπως μου είχε προτείνει ο Ανδρέας. Ούτε κόμματα ούτε τίποτα. Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα από κανέναν. Και πάρα πολύ καλά έκανα.

ΛΜ: Δυσκολέψατε τη ζωή σας, όμως κερδίσατε άλλα πράγματα...

ΛΣ: Είναι οι βραβεύσεις, είναι κυρίως η επαφή με αγνώστους. Μια μέρα, πριν από χρόνια, πήγα στον ΟΤΕ Παλαιού Φαλήρου να πληρώσω τον λογαριασμό του τηλεφώνου. Δεν είχα χρήματα, μου το είχαν κόψει και πήγα να κανονίσω τις δόσεις. Ο υπάλληλος, διαβάζοντας το όνομά μου, με ρώτησε αν ξέρω το Σάντα που κατέβασε τη σημαία. Όταν κατάλαβε πως είμαι εγώ, σηκώθηκε και φώναζε στους συναδέλφους του: « ξέρετε ποιος είναι αυτός;». « Θα σου πληρώσω εγώ τον λογαριασμό», επέμενε. « Οι άλλοι τρώνε εκατομμύρια και εσύ δεν έχεις να πληρώσεις». Μια άλλη φορά επέστρεφα από την Αθήνα στο σπίτι με ταξί. Την ώρα που φτάσαμε και πήγα να πληρώσω, γυρίζει ο οδηγός, ο οποίος κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν είχε πει ούτε λέξη, και μου λέει: « σας αναγνώρισα, είναι δυνατόν να πάρω λεφτά από εσάς;».

ΛΜ: Περήφανος και φτωχός δηλαδή...

ΛΣ: Αυτή η τιμή που μου κάνουν δεν ανταλλάσσεται με τίποτε. Με τι να την ανταλλάξω; Πηγαίνοντας σε ένα κόμμα; Αστεία πράγματα (γέλια)! Τώρα το πήρες χαμπάρι; Δεν με ξέρεις;"

Διαβάστε ακόμα