Η Exxon Mobil εγκαταλείπει τις κοινές δραστηριότητες ερευνών με τη ρωσική πετρελαϊκή εταιρία Rosneft, υποχωρώντας από μια επένδυση που φάνταζε ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, τουλάχιστον μέχρι την επιβολή των κυρώσεων της Δύσης κατά της Μόσχας.

Η Exxon Mobil εγκαταλείπει τις κοινές δραστηριότητες ερευνών με τη ρωσική πετρελαϊκή εταιρία Rosneft, υποχωρώντας από μια επένδυση που φάνταζε ιδιαίτερα ελπιδοφόρα, τουλάχιστον μέχρι την επιβολή των κυρώσεων της Δύσης κατά της Μόσχας.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της θητείας Ομπάμα, όταν υπήρξε σύντομη βελτίωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, η Exxon Mobil υπέγραψε συμφωνία ερευνών με τη ρωσική Rosneft, η οποία -υπενθυμίζεται- ανήκει κατά 50% στο ρωσικό δημόσιο, αλλά βρίσκεται υπό πλήρη κρατικό έλεγχο. Exxon και Rosneft συμφώνησαν να επενδύσουν $ 3,2 δισ. για έρευνες πετρελαίου στην Αρκτική και αλλού.

Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ έχουν επιβάλει σειρά κυρώσεων στη Μόσχα, ‘παγώνοντας’ τελικά τις επενδύσεις της Exxon.

Σε έκθεση που κατέθεσε χθες, Τετάρτη, η Exxon δήλωσε ότι αποφάσισε στα τέλη του περασμένου έτους να εγκαταλείψει αυτές τις δραστηριότητές της το 2018, κάτι που θα της προκαλέσει ζημιά μετά φόρων ύψους $ 200 εκατ. «Η εταιρεία και οι θυγατρικές της συνεχίζουν να συμμορφώνονται με όλους τους ισχύοντες νόμους, κανόνες και κανονισμούς», ανέφερε η εταιρεία.

Ωστόσο, με τις επενδύσεις της ήδη ‘παγωμένες’ εξαιτίας των κυρώσεων, δεν είναι σαφές ποιες τρέχουσες δραστηριότητες, αν υπάρχουν τέτοιες, επηρεάζει η τελευταία αυτή απόφαση της Exxon. Η εταιρεία έχει δραστηριότητες στη Ρωσία που επιτρέπονται βάσει των κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός έργου παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στη νήσο Σαχαλίνη στη Σιβηρική Αρκτική, ενώ η επιχειρηματική παρουσία της στη Ρωσία μετρά περίπου 25 χρόνια.

Εκπρόσωπος της Exxon δήλωσε στους New York Times ότι η εταιρεία δεν θα κάνει κανένα σχόλιο επιπλέον όσων αναφέρονται στην έκθεσή της.

Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση στέλνει ένα μήνυμα, δήλωσε ο David Goldwyn, ο οποίος ήταν ο κορυφαίος ενεργειακός διπλωμάτης του State Department στις αρχές της θητείας Ομπάμα. «Αποτελεί ένδειξη ότι η εταιρεία συνειδητοποιεί πως οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και ειδικότερα το καθεστώς των κυρώσεων δεν είναι πιθανό να αλλάξουν σύντομα», ανέφερε. «Αποτελούν μια τεράστια πηγή τριβής με την κυβέρνηση και είναι καλύτερο για αυτούς (σ.σ. την Exxon Mobil) να κατευθύνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μακριά από τις κυρώσεις».

Τον Ιούλιο, η Exxon μήνυσε το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών μετά την επιβολή εναντίον της προστίμου ύψους $ 2 εκατ. για παραβίαση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Η εταιρεία είχε υπογράψει συμφωνίες με τον Igor Sechin, διευθύνοντα σύμβουλο της Rosneft και στενό σύμμαχο του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, όταν αυτός περιλαμβανόταν στη λίστα των Ρώσων αξιωματούχων στους οποίους είχαν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ.

Η εταιρεία υποστήριξε ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι την είχαν διαβεβαιώσει ότι ο κ. Sechin βρισκόταν στη λίστα των αμερικανικών κυρώσεων ως άτομο και όχι σύμφωνα με την ιδιότητά του ως εκτελεστικού διευθυντή της πετρελαϊκής εταιρείας.

Κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια των κυρώσεων, η Exxon και άλλες δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες εμποδίστηκαν από το να χρησιμοποιήσουν την τεχνογνωσία τους για να συνδράμουν στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων πετρελαίου και αερίου της Rosneft.

Υπό το βάρος των κυρώσεων, η Exxon αναγκάστηκε να αναζητήσει αλλού νέα αποθέματα υδρογονανθράκων. Πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις στη λεκάνη Permian στο δυτικό Τέξας και το Νέο Μεξικό και σε υπεράκτια έργα αρκετών αναπτυσσόμενων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Γουιάνας.

Οι κυρώσεις ανάγκασαν επίσης τη Rosneft να αναζητήσει νέα αποθέματα εκτός Ρωσίας. Οι Ρώσοι βοήθησαν με νέα δάνεια τη Βενεζουέλα και την κρατική πετρελαϊκή της εταιρεία να αποτρέψουν μια οικονομική κατάρρευση.

Τα τελευταία χρόνια, η Rosneft καθίσταται όλο και περισσότερο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου, προκαλώντας αμηχανία στους δυτικούς εταίρους της στον πετρελαϊκό τομέα. Η Rosneft, παραδοσιακά οικονομικό προπύργιο της ρωσικής κυβέρνησης, έχει πρόσφατα επενδύσει σε ‘ευαίσθητες’ περιοχές όπως η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Κίνα και το Βιετνάμ.