“Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και της μείωσης των ελλειμμμάτων του ισοζύγιου πληρωμών θα μπορούσε να προέλθει από ένα καλά σχεδιασμό πρόγραμμα πράσινης μεταρρύθμισης της οικονομίας, με έμφαση στον περιβαλλοντικό και ενεργειακό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την προώθηση της πράσινης καινοτομίας, την ενεργειακή αποτελεσματικότητα και τη βιώσιμης διαχείριση των φυσικών πόρων” τόνισε ο ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων Νίκος Χρυσόγελος, μιλώντας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , στο Στρασβούργο, την Δευτέρα 21 Μαίου.

“Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και της μείωσης των ελλειμμμάτων του ισοζύγιου πληρωμών θα μπορούσε να προέλθει από ένα καλά σχεδιασμό πρόγραμμα πράσινης μεταρρύθμισης της οικονομίας, με έμφαση στον περιβαλλοντικό και ενεργειακό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, την προώθηση της πράσινης καινοτομίας, την ενεργειακή αποτελεσματικότητα και τη βιώσιμης διαχείριση των φυσικών πόρων” τόνισε ο ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων Νίκος Χρυσόγελος, μιλώντας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , στο Στρασβούργο, την Δευτέρα 21 Μαίου.

 

Τώρα πολλά από τα μέτρα που προωθούνται με βάση το νέο Μνημόνιο στοχεύουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, της βίαιης μείωσης μισθών και συντάξεων, της απορρύθμισης της νομοθεσίας κοινωνικής προστασίας, που αντιβαίνουν και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αυτά τα μέτρα οδηγούν όχι μόνο σε μεγάλη κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά και σε βαθιά ύφεση, αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και επίπεδα ανεργίας που καταγράφονταν στην Ελλάδα την δεκαετία του '50 και του '60. Εφαρμόζεται μια λάθος πολιτική που έχει υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος.

 

Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να στηριχθεί κατά προτεραιότητα στην ενδυνάμωση των ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, στην μείωση της γραφειοκρατίας, στην εξάλειψη της διαφθοράς, στη βέλτιστη αξιοποίηση των υπαρχόντων ευρωπαϊκών και τοπικών οικονομικών πόρων. Αυτές οι πολιτικές θα μπορούσαν να κερδίσουν την υποστήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών.

 

Αυτό που αγνοείται πλήρως, όμως, στο Νέο Μνημόνιο είναι η δυνατότητα βελτίωσης των δημοσιονομικών μέσω του περιβαλλοντικού και ενεργειακού εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας, της προώθησης της πράσινης καινοτομίας, της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και της βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων. Στην βάση του δημοσιονομικού προβλήματος της Ελλάδας βρίσκεται μεταξύ άλλων και η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας της από εισαγωγές πετρελαίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (κυρίως στα μη διασυνδεδεμένα νησιά), τις μεταφορές και την θέρμανση των κτιρίων, που είναι συνήθως ενεργειακά μη αποδοτικά. Φυσικά δεν είναι μόνο η Ελλάδα εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων και μη βιώσιμων φυσικών πόρων. Μεταξύ Οκτωβρίου 2010 και Σεπτεμβρίου 2011, τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ χρειάστηκε να πληρώσουν 408 δισ. ευρώ για εισαγωγές ορυκτών καυσίμων και άλλων μη-ανανεώσιμων πρώτων υλών. Στην Ελλάδα μόνο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πετρέλαιο στα μη διασυνδεμένα νησιά δαπανώνται πάνω από 300.000.000 ευρώ για εισαγωγή πετρελαίου κάθε χρόνο. Η ελληνική οικονομία ξεχωρίζει ως η πιο σπάταλη και ρυπογόνος μεταξύ των «παλιών» χωρών της ΕΕ. Για κάθε ευρώ του ΑΕΠ η Ελλάδα εκπέμπει τα περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου σε σχέση με αυτές.

 

Η Ελλάδα χρειάζεται βοήθεια για να μειώσει τις εισαγωγές πετρελαίου όχι λόγω της ύφεσης, όπως σήμερα, αλλά λόγω βελτίωσης της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και της εφαρμογής των ΑΠΕ σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Αυτό θα οδηγούσε σε δραστική μείωση των δαπανών για εισαγωγές και σε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, ενώ παράλληλα θα έδινε ώθηση στην δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση οικολογικά αποδοτικών επενδύσεων. Αντί να επιδιώκεται η μείωση των δαπανών μέσω της εξαθλίωσης των πολιτών, η Επιτροπή πρέπει να βοηθήσει να μειωθούν οι δαπάνες εισαγωγής πετρελαίου, που επιβαρύνουν σοβαρά τον κρατικό προϋπολογισμό.

 

Οι χώρες σε κρίση, Ιρλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, υποφέρουν ιδιαίτερα από την εξάρτηση τους από το πετρέλαιο. Η αύξηση στο κόστος των πρώτων υλών, μεταξύ των εισαγωγών του πρώτου τριμήνου του 2009 και του τρίτου τριμήνου του 2011, ισοδυναμεί κατά μέσο όρο στο 50% του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών τους κατά την ίδια περίοδο. Η αύξηση της δαπάνης για εισαγωγές επηρεάζει ιδιαίτερα τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα, καθώς πρέπει να ξοδέψουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους για ενεργειακή κατανάλωση. Κατά συνέπεια, αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση του ευρώ θα πρέπει να μειώνουν την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και άλλες μη- ανανεώσιμες πρώτες ύλες: Δεν είναι εφικτή η σταθεροποίηση του ευρώ χωρίς μία Πράσινη Νέα Συμφωνία»