Αρθούρος Ζερβός: «Η Έξοδος της Χώρας από την Κρίση είναι Άμεσα Συνδεδεμένη, με το Νέο Ενεργειακό Τοπίο»

Αρθούρος Ζερβός: «Η Έξοδος της Χώρας από την Κρίση είναι Άμεσα Συνδεδεμένη, με το Νέο Ενεργειακό Τοπίο»
energia.gr
Δευ, 10 Μαΐου 2010 - 19:15
Ομιλία απηύθυνε ο πρόεδρος της ΔΕΗ, κ. Αρθούρος Ζερβός, στο 4ο Συνέδριο για τις ΑΠΕ, στην οποία αναφέρθηκε σε όλο το φάσμα του ενεργειακού κλάδου στη χώρα μας, καθώς και στις προκλήσεις που παρουσιάζονται δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας.

Ομιλία απηύθυνε ο πρόεδρος της ΔΕΗ, κ. Αρθούρος Ζερβός, στο 4ο Συνέδριο για τις ΑΠΕ, στην οποία αναφέρθηκε σε όλο το φάσμα του ενεργειακού κλάδου στη χώρα μας, καθώς και στις προκλήσεις που παρουσιάζονται δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας.

«Το σημερινό μας συνέδριο είναι το 4ο Εθνικό Συνέδριο για την Εφαρμογή των ΑΠΕ στην Ελλάδα που γίνεται με πρωτοβουλία της Μονάδας Ανανεώσιμων Ενεργειακών Πόρων του ΕΜΠ.

Πέρασαν 12 χρόνια από την διεξαγωγή του 1ου Συνεδρίου το Νοέμβριο του 1998 και στο διάστημα αυτό έχουν γίνει κοσμογονικές αλλαγές στον τομέα των ΑΠΕ.

Το 1998 ήταν η χρονιά που εγκαταστάθηκε το πρώτο ιδιωτικό αιολικό πάρκο στην Ελλάδα, η πρώτη ουσιαστική εφαρμογή του πρωτοποριακού για την εποχή του νόμου 2244/1994. Στον ευρωπαϊκό χώρο είχε μόλις παρουσιασθεί η Λευκή βίβλος, το πρώτο κείμενο ευρωπαϊκής πολιτικής για τις ΑΠΕ. Στην ΕΕ είχαν εγκατασταθεί το 1998, 5000 MW αιολικών και μερικές δεκάδες MW φωτοβολταϊκών. Η Λευκή Βίβλος έθετε στόχους για το 2010: 40 GW αιολικών και 3 GW φωτοβολταϊκών, στόχοι που θεωρήθηκαν τότε σχεδόν ανέφικτοι. Ως γνωστόν και οι δύο αυτοί στόχοι καλύφθηκαν 5 χρόνια νωρίτερα, το 2005.

Στην Ελλάδα, το 1998 είχαν εγκατασταθεί 39 MW αιολικών και 250 kW φωτοβολταϊκών. Σήμερα η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είναι περίπου 1.300 MW, αλλά υπολείπεται σημαντικά του εθνικού στόχου της οδηγίας του 2001 για την Προαγωγή της Ηλεκτρικής Ενέργειας από ΑΠΕ.

Η νέα οδηγία για τις ΑΠΕ και το νέο νομοσχέδιο του ΥΠΕΚΑ που συζητείται αυτές τις μέρες στην Βουλή δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο που ελπίζουμε ότι θα επιταχύνει την διείσδυση των ΑΠΕ στη χώρα μας.

Καθοριστική για το μέλλον των ΑΠΕ είναι η οδηγία που υιοθετήθηκε τον περασμένο Απρίλιο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μέρος του κλιματικού-ενεργειακού πακέτου και περιλαμβάνει την θέσπιση δεσμευτικού στόχου 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020 να προέρχεται από ΑΠΕ.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη ενέργεια υποστήριξης των ΑΠΕ από την ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες την ανάπτυξη των ΑΠΕ μέσω των προγραμμάτων της Έρευνας και Ανάπτυξης . Mε τη Λευκή Βίβλο για τις ΑΠΕ, που υιοθετήθηκε το Νοέμβριο του 1997, κατέστρωσε για πρώτη φορά μια περιεκτική στρατηγική και ένα σχέδιο δράσης για τον τομέα.

Ως συνέπεια των ενεργειών που προβλέπονται στη Λευκή Βίβλο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προώθησε μία οδηγία για τον ηλεκτρισμό που παράγεται από ΑΠΕ το 2001 και μία οδηγία για την χρήση των βιοκαυσίμων το 2003 και έθεσε ενδεικτικούς στόχους για το 2010.

Με την Οδηγία του Απριλίου 2009, είναι η πρώτη φορά, όμως, που η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσπίζει δεσμευτικό στόχο για τις ΑΠΕ: το 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020 στην ΕΕ να προέρχεται από ΑΠΕ. Το γεγονός αυτό, δεδομένου του φιλόδοξου χαρακτήρα του στόχου, είναι βέβαιο ότι θα τους δώσει μια σημαντική ώθηση.

 

Πολλοί λένε ότι ο στόχος είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί. Η πραγματικότητα όμως οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Μεταξύ 2005 (έτος αναφοράς της οδηγίας) και 2007 (πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία της Eurostat) η συνεισφορά των ΑΠΕ αυξήθηκε από 8,6% σε 9,9%. Αν συνεχισθεί ο ίδιος ρυθμός μέχρι το 2020, τότε η συνεισφορά των ΑΠΕ θα φθάσει το 18,6%. Η ανάπτυξη αυτή των ΑΠΕ μεταξύ 2005 και 2007 έγινε χωρίς την ύπαρξη της Οδηγίας και με την ουσιαστική συνεισφορά μόνο μερικών κρατών μελών (κυρίως Γερμανίας, Ισπανίας, Δανίας, και Πορτογαλίας) που εφάρμοσαν μέχρι σήμερα αποτελεσματικά τις πολιτικές της ΕΕ για την προώθηση των ΑΠΕ. Άρα, με την εφαρμογή της Οδηγίας καλούμαστε να καλύψουμε την διαφορά μεταξύ του 18,6% και του 20%.

Είμαι πεπεισμένος ότι ο στόχος σε επίπεδο ΕΕ θα επιτευχθεί πολύ νωρίτερα, αφού ο δεσμευτικός του χαρακτήρας θα υποχρεώσει και εκείνα τα κράτη μέλη που μέχρι σήμερα υστερούν στην αξιοποίηση των ΑΠΕ, όπως η Ελλάδα, να ανταποκριθούν στις προσπάθειες που τους αναλογούν, προκειμένου να αποφύγουν δυσβάστακτες κυρώσεις στο μέλλον.

Τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα πολιτικής της ΕΕ είναι ήδη ορατά, ιδιαίτερα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. .

Οι ΑΠΕ παίζουν πλέον κυρίαρχο ρόλο στο Ευρωπαϊκό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής. Δεν είναι απλά οι πηγές ενέργειας του μέλλοντος, αλλά και του παρόντος. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (1999-2008) η νέα εγκατεστημένη ισχύς στην ΕΕ είχε την ακόλουθη κατανομή:

· φυσικό αέριο 50%,

· ΑΠΕ 38%,

· υπόλοιπες συμβατικές πηγές 12%.

Το 2008 έγινε η απόλυτη ανατροπή: οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ αποτέλεσαν το 57% των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ των 27.

Το 2009 οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ αυξήθηκαν στο 61%. Πρώτη στην εγκαταστημένη ισχύ ήταν η αιολική ενέργεια με 39%, δεύτερο το φυσικό αέριο με 26% και τρίτα τα φωτοβολταϊκά συστήματα με 16%, οι υπόλοιπες ΑΠΕ είχαν το 6% και οι υπόλοιπες συμβατικές πηγές (πετρέλαιο, άνθρακας, πυρηνικά) το 14%.

Η μεγάλη αλλαγή του ενεργειακού μίγματος για την ηλεκτροπαραγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη δρομολογηθεί, αν και βεβαίως όχι με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες μέλη.

Η επόμενη δεκαετία θα φέρει σημαντικές αλλαγές και στο ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας. Η κατανόηση των επερχόμενων ραγδαίων αλλαγών στο ενεργειακό γίγνεσθαι της χώρας, με τον κεντρικό ρόλο των ΑΠΕ, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού.

Μεταξύ 1970-2007, η ζήτηση ενέργειας στην Ελλάδα, σημειώνει σημαντική αύξηση παρά τις δύο ενεργειακές κρίσεις που μεσολαβούν και την επακόλουθη οικονομική κρίση. Η αύξηση είναι ταχύτερη από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ικανοποιείται, σε αυξανόμενο βαθμό, από ηλεκτρισμό που παράγεται, επίσης σε αυξανόμενο βαθμό, από λιγνίτη, ένα καύσιμο δηλαδή φτωχό ενεργειακά και ρυπογόνο περιβαλλοντικά, πλην όμως φθηνό και εγχώριο.

Η πολιτική αυτή ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις των καιρών, συγκράτησε το κόστος της ενέργειας, μειώνοντας ταυτόχρονα την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας -όχι όμως χωρίς συνέπειες για το περιβάλλον.

Ο σχεδιασμός σήμερα μίας μακροχρόνιας και βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής για τη χώρα είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ, καθώς σε παγκόσμιο επίπεδο οι περιβαλλοντικές και οικονομικές προκλήσεις γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες, ενώ σε εθνικό επίπεδο, η επιτακτική ανάγκη για ριζικές αλλαγές και παρεμβάσεις για να επιτευχθεί η έξοδος της χώρας από την κρίση είναι άμεσα συνδεδεμένη, με το νέο ενεργειακό τοπίο και τις επενδύσεις που θα αναπτυχθούν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.

 

Είναι σε όλους μας γνωστό ότι η παγκόσμια οικονομία έχει γνωρίσει εδώ και δύο αιώνες μια σταθερή και πρωτοφανή ανάπτυξη που βασίσθηκε στην εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν προκύψει αυξανόμενες ανησυχίες για τις περιβαλλοντικές επιδράσεις των εκπομπών αερίων στην ατμόσφαιρα που προέρχονται από την καύση των ορυκτών καυσίμων, ενώ παράλληλα η τεράστια εξάρτηση από ένα σχετικά μικρό αριθμό χωρών που παράγουν τα ορυκτά καύσιμα, θέτουν πολύ σοβαρά ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας.

Στο περιβαλλοντικό κομμάτι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Βρετανικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, εάν συνεχισθούν οι σημερινές εκπομπές αερίων CO2 ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση έως και 4 βαθμούς Κελσίου την παγκόσμια θερμοκρασία έως τα μέσα της δεκαετίας του 2050 - με τραγικές κοινωνικό οικονομικές επιπτώσεις, που κατά ορισμένους επιστήμονες μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και στην πολιτική αποσταθεροποίηση μεγάλων περιοχών, δημιουργώντας νέους πυρήνες ανθρωπιστικών καταστροφών.

Αν δεν αλλάξουμε τις συνήθειες μας έως το 2050:

• Η ζήτηση για ενέργεια καθώς και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα έχουν διπλασιαστεί.

Ενώ

• Η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια θα τριπλασιαστεί και τα 2/3 αυτής θα παράγεται από ορυκτά καύσιμα.

Επιπλέον, σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά – που όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων και πρωτίστως των τιμών του πετρελαίου, με πολλαπλές οικονομικές επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο – τα κράτη και οι ενεργειακές εταιρείες πρέπει να δώσουν ενεργειακές λύσεις που θα διαχειρίζονται με αποτελεσματικό τρόπο αυτούς τους αστάθμητους κινδύνους, εξασφαλίζοντας την οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο των κοινωνιών που υπηρετούν, μέσω προσιτής σε όλους και περιβαλλοντικά φιλικής ενέργειας, σε ένα πλαίσιο που θα εγγυάται όσο το δυνατόν περισσότερο την ασφάλεια εφοδιασμού.

Όμως, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η απαίτηση για ενεργειακή ασφάλεια και η επιδίωξη ανταγωνιστικών τιμών ενέργειας μακροπρόθεσμα, καθώς και η επιδίωξη υψηλής ποιότητας παροχής ενεργειακών υπηρεσιών, δεν επιτυγχάνονται με ημίμετρα. Απαιτούν πολιτικές τομές, μεγάλες μακροπρόθεσμες και βιώσιμες επενδύσεις, και πάνω από όλα μια αλλαγή κουλτούρας αναφορικά με τον τρόπο διαχείρισης της ενέργειας

Οι ΑΠΕ, αν αποτελέσουν βασικό στόχο ενός νέου ενεργειακού δόγματος, μπορούν να καλύψουν σημαντικό μέρος της ενερ­γειακής ζήτησης των αναπτυγμένων χωρών σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα με αντίστοιχη μείωση των εκπομπών CO2. Το πρό­­βλημα δεν είναι “τεχνικό”. Το ουσιώδες ζήτημα είναι: η υιοθέτηση του στρα­τη­γι­κού στόχου, η διαμόρφωση αποτελεσματικών πολι­τι­κών και η διάθεση των αναγκαίων πόρων.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι νέες ενεργειακές επενδύσεις στην Ελλάδα θα πρέπει να στοχεύουν στην ισόρροπη επίτευξη τριών βασικών στόχων, που είναι και άμεσα αλληλένδετοι μεταξύ τους:

 της ασφάλειας εφοδιασμού,

 της προστασίας του Περιβάλλοντος και αντιμετώπισης της Κλιματικής αλλαγής,

 και της οικονομικής αποδοτικότητας, με κατάλληλο επιμερισμό των κινδύνων.

Για να υπάρχει ασφάλεια εφοδιασμού για την χώρα, είναι αδιαμφισβήτητο ότι πρέπει να γίνει άριστη αξιοποίηση των εθνικών πόρων - δηλαδή λιγνίτης, νερά και ΑΠΕ.

Είναι επίσης απαραίτητο, στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, οι ΑΠΕ να παίξουν σύντομα ένα καθοριστικό ρόλο. Με αιχμή την αιολική ενέργεια την επόμενη δεκαετία και με σημαντική συνεισφορά από την ηλιακή ενέργεια, τόσο στις εφαρμογές στα κτίρια, όσο και σε εφαρμογές μεγάλης κλίμακας, οι ΑΠΕ μπορούν να καλύψουν - με σωστές κυβερνητικές πολιτικές - το 20% της καταναλισκόμενης ενέργειας μέχρι το 2020, τον στόχο δηλαδή που έθεσε η κυβέρνηση, υπερβαίνοντας το 18% που προβλέπει η οδηγία των ΑΠΕ για την Ελλάδα.

Οι ΑΠΕ, που είναι ανεξάντλητες και με σταθερό κόστος, καθώς δεν επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις του κόστους καυσίμων, δίνουν παράλληλα και μια διέξοδο από την οικονομική κρίση, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, και μέσω της εισροής κεφαλαίων για την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων, με κατεύθυνση την δημιουργία μιας οικονομίας χαμηλών ρύπων.

Θέλω επίσης να επισημάνω ότι στο σημαντικό κομμάτι της τιμολόγησης, οι ΑΠΕ μεσοπρόθεσμα θα μειώσουν το κόστος της κιλοβατώρας, ενώ το κόστος παραγωγής από ΑΠΕ μπορούμε με βεβαιότητα να το γνωρίζουμε από σήμερα και τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια. Επιπλέον, είναι σαφές ότι το κόστος των τεχνολογιών ΑΠΕ μειώνεται ραγδαία με την επέκταση της χρήσης τους και συνεπώς με τη μαζική παραγωγή τους. Ορισμένες τεχνολογίες είναι ήδη ανταγωνιστικές και προβλέπεται ότι το ίδιο θα συμβεί και με πολλές από τις υπόλοιπες.

Επιπρόσθετα, η ενσωμάτωση του περιβαλλοντικού κόστους στη διαδικασία λήψης των ενεργειακών αποφάσεων μεταβάλλει την κυρίαρχη αντίληψη περί κόστους των διαφόρων χρησιμοποιούμενων πηγών ενέργειας. Αποδεικνύεται ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι τεχνικά εφικτό, οικονομικά αποδεκτό και περιβαλλοντικά επιβεβλημένο να παίξουν έναν πολύ σημαντικότερο ρόλο από εκείνον που τους προσδιορίζει το ισχύον σύστημα αξιών.

 

Έτσι, στο σενάριο επιτυχούς επίτευξης των στόχων του 20-20-20 στη χώρας μας, αφενός η μείωση της ζήτησης ως αποτέλεσμα της εξοικονόμησης ενέργειας, αφετέρου η μεγάλη παραγωγή από ΑΠΕ, θα οδηγήσουν σε σημαντική διαφοροποίηση στο μίγμα παραγωγής, με κυριότερη την απώλεια μεριδίου αγοράς από τη συμβατική ηλεκτροπαραγωγή (συμπίεση δηλαδή της παραγωγής από Φ.Α. και στερεά καύσιμα). Αυτό ουσιαστικά θα επαναπροσδιορίζει τη σύνθεση και λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οδηγώντας την σε ένα δομικό μετασχηματισμό.

Παράλληλα, καθώς θα ενισχύεται και θα επιταχύνεται η γρήγορη διείσδυση των ΑΠΕ, λόγω των τεχνικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων τους, θα απαιτηθούν από την αγορά νέα ενεργειακά προϊόντα, όπως για παράδειγμα αυξημένες επικουρικές υπηρεσίες για την εξισορρόπηση του συστήματος σε ημερήσια και εποχιακή βάση. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να κοστολογηθούν και να αμειφθούν ικανοποιητικά.

Προς το σκοπό αυτό είναι απαραίτητο να ενταχθούν στο Σύστημα Ηλεκτροπαραγωγής νέα αντλητικά έργα τα οποία, μεταξύ των άλλων, θα συμβάλουν:

 Στην καλύτερη εκμετάλλευση και μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ και κυρίως της αιολικής ηλεκτροπαραγωγής.

 Στην κάλυψη των αιχμιακών αναγκών του ηλεκτρικού συστήματος καθώς και στην εξισορρόπηση της διακύμανσης της ζήτησης ημερήσια ή εποχιακή.

Παρόμοια, θα απαιτηθούν και μεγάλες επενδύσεις σε έργα υποδομής του συστήματος μεταφοράς, με στόχο την προσφορά υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και αξιοπιστίας, με δυνατότητα υψηλής διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών και με αποτελεσματική διαχείριση του κόστους για όλους τους καταναλωτές και τους χρήστες του δικτύου.

Ένα δεύτερο σημαντικό σημείο παρέμβασης στα δίκτυα διανομής είναι η αυτοματοποίηση της διαχείρισης των δικτύων και των μετρήσεων, με επενδύσεις που θα στοχεύουν στη βέλτιστη λειτουργία του δικτύου, και στην καλύτερη τιμολογιακή εξυπηρέτηση των καταναλωτών.

Τέλος, σε ότι αφορά τη διαμόρφωση του νέου ενεργειακού τοπίου στην Ελλάδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα μη διασυνδεδεμένα νησιά, όπου εκεί υπάρχουν συγκεκριμένες εναλλακτικές για νέες επενδύσεις, που πέραν της αναβάθμισης των μονάδων μαζούτ και diesel στις περιπτώσεις που αυτό επιβάλλεται από τις ιδιαιτερότητες της παραγωγής για το συγκεκριμένο μέρος, πρέπει να επεκταθούν και να ενισχυθούν τα δίκτυα και οι διασυνδέσεις.

 

Στο νέο αυτό ενεργειακό τοπίο, η θέση και ο ρόλος της ΔΕΗ θα συνεχίσει να είναι πρωταγωνιστικός και στρατηγικός για τη στήριξη της ανάπτυξης και της κοινωνικής ευημερίας.

Γιατί, εδώ και 60 χρόνια, η ΔΕΗ έχει υλοποιήσει και συνεχίζει να έχει υπό εξέλιξη ένα εξαιρετικά σημαντικό επενδυτικό πρόγραμμα, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών των επενδύσεων να υλοποιούνται στην περιφέρεια.

Παράλληλα, μέσω της υλοποίησης όλες αυτές τις δεκαετίες αυτού του μεγάλου επενδυτικού προγράμματος σε μεγάλα έργα ηλεκτροπαραγωγής, καθώς και επενδύσεων σε έργα δικτύων πολλών χιλιάδων χιλιομέτρων σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, η ΔΕΗ εξασφάλισε την πολύτιμη ενεργειακή επάρκεια, ασφάλεια & ποιότητα υπηρεσιών, αλλά και παροχή ανταγωνιστικών τιμών ρεύματος, συνεισφέροντας στη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών και προϋποθέσεων για την στήριξη της επιχειρηματικότητας σε όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας,

Η ΔΕΗ δίνει σήμερα στρατηγική έμφαση στην υλοποίηση επενδύσεων σε έργα ΑΠΕ, με στόχο την υλοποίηση μέχρι το 2015 ενός επενδυτικού σχεδίου που θα ξεπεράσει τα € 2 δισ., με την προσθήκη περίπου 1.000 νέων MW ΑΠΕ, καθιστώντας τον όμιλο της ΔΕΗ πρωταγωνιστή και σε αυτόν τον τομέα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

 

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετικά πλούσιο δυναμικό ΑΠΕ. Η μέχρι σήμερα όμως αξιοποίησή του υπήρξε πολύ περιορισμένη, παρά το γεγονός ότι και οι πρώτες εγκαταστάσεις έγιναν πολύ νωρίς (ΔΕΗ – ηλιακά θερμικά, αρχές της δεκαετίας του ’80) και το νομοθετικό πλαίσιο υποστήριξης των ΑΠΕ ήταν ένα από τα πρώτα στην ΕΕ.

Για να πετύχουμε σήμερα τους στόχους που προβλέπονται στη νέα οδηγία θα πρέπει να επιταχύνουμε σημαντικά τους ρυθμούς εγκατάστασης. Μόνο αν στο άμεσα επόμενο χρονικό διάστημα γίνουν συντονισμένες ενέργειες της Πολιτείας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των τοπικών κοινωνιών και των επενδυτικών φορέων, σε ένα κλίμα ευρύτερης αποδοχής των ΑΠΕ υπάρχει ελπίδα επίτευξης του στόχου.

Ο νέος Νόμος που κατατέθηκε στη Βουλή μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά και το Εθνικό Πρόγραμμα Δράσης – που σύμφωνα με την οδηγία πρέπει να καταρτισθεί μέχρι το τέλος Ιουνίου – πρέπει να δώσει με σαφή τρόπο τις κατευθυντήριες γραμμές για την επίτευξη του στόχου. Γι αυτό και στο Συνέδριό μας αποτελεί κεντρική του θεματική.

Στο ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα Διαβάστε το υπόλοιπο κείμενο

οι ΑΠΕ μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορούν να καλύψουν το 40% των ηλεκτρικών αναγκών μέχρι το 2020, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο.

 

Στον τομέα των κτιρίων πρέπει να προωθηθούν θεσμικές ρυθμίσεις (κανονισμοί, προδιαγραφές, κλπ.) που θα ενθαρρύνουν ή θα καθιστούν υποχρεωτικές την ενσωμάτωση ενεργητικών ή παθητικών συστημάτων ΑΠΕ (ηλιακών, βιομάζας, γεωθερμίας) και γενικότερα την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.

Πρέπει να ενισχυθούν ιδιαίτερα, με πριμοδοτήσεις κατά περίπτωση, ο βιοκλιματικός σχεδιασμός των κτιρίων, καθώς και οι τεχνολογίες ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη. Οι ΑΠΕ μπορούν να καλύψουν το 25% των ενεργειακών αναγκών σε θέρμανση και ψύξη μέχρι το 2020.

Στον τομέα των μεταφορών πρέπει να ενισχυθεί τόσο η χρήση των βιοκαυσίμων όσο και η χρήση των υβριδικών και ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Οι προοπτικές στον τομέα είναι η κάλυψη του 10% των αναγκών μέχρι το 2020.

 

Κυρίες και κύριοι

Οι τεχνολογίες ΑΠΕ υπάρχουν και βελτιώνονται θεαματικά.

Αυτό που χρειάζεται είναι η βούληση της Πολιτείας αλλά και της κοινωνίας για μια άλλου τύπου ανάπτυξη.

Μπορούμε να σχεδιάσουμε το οικονομικό μας μέλλον βασιζόμενοι σε εγχώριους ενεργειακούς πόρους με γνωστό και προβλέψιμο ενεργειακό κόστος, απαλλαγμένους από όλα τα γεωστρατηγικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά μειονεκτήματα του υπάρχοντος ενεργειακού συστήματος. Με μια γενναία στροφή προς τις ΑΠΕ και προωθώντας την εξοικονόμηση ενέργειας, μπορούμε να καταστήσουμε την Ελλάδα πρωτοπόρο στην προσπάθεια να γίνει η Ευρώπη η πιο ανεξάρτητη ενεργειακά περιοχή του πλανήτη».