Εδώ και έναν περίπου χρόνο επικρατεί έντονη ανησυχία αναφορικά με τις ολοένα αυξανόμενες τιμές του φθηνού λιθάνθρακα ενώ όλο και πιο συχνά παρατηρείται στην αγορά, λόγω διαφόρων συγκυριών, στενότητα στις προσφερόμενες ποσότητες παγκοσμίως, εκτινάσσοντας έτσι τις τιμές σε ακόμα πιο υψηλά επίπεδα.

Εδώ και έναν περίπου χρόνο επικρατεί έντονη ανησυχία αναφορικά με τις ολοένα αυξανόμενες τιμές του φθηνού λιθάνθρακα ενώ όλο και πιο συχνά παρατηρείται στην αγορά, λόγω διαφόρων συγκυριών, στενότητα στις προσφερόμενες ποσότητες παγκοσμίως, εκτινάσσοντας έτσι τις τιμές σε ακόμα πιο υψηλά επίπεδα. Ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο ο λιθάνθρακας, ενώ η τιμή του στα χρηματιστήρια της Ασίας ήταν γύρω στα 60 δολάρια ανά τόνο, έχει σημειώσει τεράστια άνοδο, φθάνοντας στα τέλη Ιουνίου κοντά στα 180 δολάρια τον τόνο σημειώνοντας δηλαδή μια αύξηση της τάξεως του 200%. Αυτές μάλιστα οι έντονες διακυμάνσεις και η συνεχιζόμενη άνοδός στις τιμές του λιθάνθρακα έχουν προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον σε πολλούς επενδυτές έτσι ώστε να αποκομίσουν αυτοί όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη από αυτήν την πορεία συντελώντας έτσι στην διατήρηση έντονων κερδοσκοπικών τάσεων.

Βέβαια, πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η τιμολογιακή πολιτική την οποία εφαρμόζει η Κίνα είναι ο κύριος υπεύθυνος για την υπερβολική αυτή άνοδο των τιμών σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η Κίνα είναι ένα κράτος με τεράστια αποθέματα ορυκτών καυσίμων ενώ το 80% περίπου της ηλεκτροπαραγωγής της ικανότητας βασίζεται στον λιθάνθρακα. Εντούτοις, ενώ τα προηγούμενα χρόνια εξήγαγε σημαντικό μέρος της παραγόμενης ποσότητας, αντίθετα τους τελευταίους μήνες με την ενεργειακή κρίση να φτάνει στο κατακόρυφο, έχει καταλήξει να είναι πλέον καθαρός εισαγωγέας (net importer) λιθάνθρακα.

Αυτό ήταν αποτέλεσμα, αφενός της όλο και αυξανόμενης ζήτησης για ενέργεια, όσο και του γεγονότος ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει δώσει τα απαραίτητα τιμολογιακά κίνητρα στους παραγωγούς λιθάνθρακα έτσι ώστε αυτοί να παράγουν περισσότερες ποσότητες. Η αιτία της πολιτικής αυτής επιλογής ήταν η πολύμηνη εγχώρια διαμάχη κατά τους χειμερινούς μήνες μεταξύ παραγωγών και εταιρειών κοινής ωφελείας αναφορικά με την τιμή στην οποία θα έπρεπε η εταιρείες να αγοράζουν το καύσιμο. Ως συνέπεια της παραπάνω διαμάχης, ήταν η παρέμβαση της κινεζικής κυβέρνησης, διατάσσοντας τους παραγωγούς να σταματήσουν τα «παζάρια» με τις εταιρείες και να πωλήσουν τον λιθάνθρακα σε καθορισμένες τιμές οι οποίες όμως δεν ενθαρρύνουν περαιτέρω επενδύσεις για την ανάπτυξη της παραγωγής. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν να υπάρξει μια γενικότερη στενότητα στην αγορά λιθάνθρακα όχι μόνον στην Κίνα αλλά και σ’ ολόκληρη την Ασία εκτινάσσοντας έτσι τις τιμές στα ύψη.

Σύμφωνα με τον κ. Francisco Blanch της συμβουλευτικής εταιρείας Merrill Lynch, η τιμή του λιθάνθρακα δεν πρόκειται να μειωθεί στο άμεσο μέλλον αλλά αντίθετα αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη άνοδος, δεδομένης μάλιστα και της μεγαλύτερης ζήτησης που θα προκύψει απ’ τις αυξημένες ανάγκες του χειμώνα, η οποία μπορεί να ωθήσει τις τιμές στα 250 δολάρια ανά τόνο μέσα στους επόμενους τρεις μήνες. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από το γεγονός ότι ο λιθάνθρακας είναι ένα καύσιμο με μεγάλη ανελαστικότητα στην ζήτησή του δεδομένου ότι δεν μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να αντικατασταθεί από ένα άλλο καύσιμο το οποίο θα είναι το ίδιο φθηνό και ταυτόχρονα αποτελεσματικό κυρίως για τις ενεργειακές ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών. Ήδη παγκοσμίως, κατασκευάζονται ή βρίσκονται στο στάδιο του σχεδιασμού μία πληθώρα θερμοηλεκτρικών μονάδων με καύση λιθάνθρακα ενώ ο ίδιος περίπου ρυθμός ανάπτυξης λιθανθρακικών μονάδων πρόκειται να συνεχιστεί και στο μέλλον.

Βέβαια, ενώ η αυξανόμενη ζήτηση για λιθάνθρακα και η συνεχώς ανοδική πορεία της τιμής του θα έπρεπε να οδηγήσει σε μια ώθηση των επενδύσεων στον τομέα της παραγωγής που όμοιά της δεν θα είχε ξανασυμβεί ωστόσο η παραγωγή παραμένει στα ίδια επίπεδα χωρίς να είναι δυνατόν να ικανοποιήσει αποτελεσματικά την ζήτηση. Έτσι, Η Ινδονησία επί παραδείγματι ή η Νότιος Αφρική αλλά και η Πολωνία που αποτελούν κράτη με μεγάλη παραγωγή λιθάνθρακα, προσπαθούν πρώτα να ικανοποιήσουν την εγχώρια αγορά και τις τεράστιες ανάγκες σε παραγωγή ηλεκτρισμού μειώνοντας τις εξαγωγές τους και δημιουργώντας μια σφιχτή παγκόσμια αγορά που ωθεί ακόμα περισσότερο τις τιμές προς τα πάνω.